blog counter
πρωτοπρεσβυτέρου Δημητρίου Αθανασίου
Η ορθοδοξία, σύμφωνα με τοις προφορικές παραδώσεις,
διαδόθηκε στην Εσθονία τον 11ου αιώνα, πιθανόν πριν από το Σχίσμα των
Εκκλησιών Ανατολής και Δύσεως του 1054, ίσως από τις περιοχές του
Νόβγκοροντ και Πσκώβ, μέσω των Ρώσων εμπόρων.
Η διάδοση του Χριστιανισμού στην Εσθονία συνδέεται με τη
δράση της βυζαντινής ιεραποστολής στη Ρωσία κατά τα τέλη του 10ου και
τις αρχές του 11ου αιώνα.18 Την εποχή αυτή, οι Εσθονοί είχαν στρατιωτικές
και εμπορικές επαφές κυρίως με την ηγεμονία του Νόβγκοροντ, του Πσκώβ και
του Κιέβου. Τις στενές εμπορικές σχέσεις με τους Ρώσους και άλλους
γειτονικούς λαούς
αποδεικνύουν και τα βυζαντινά, ρωσικά, αγγλοσαξονικά κ.ά.
νομίσματα του
10ου και 11ου αιώνα,19 πού έχουν βρεθεί στην Εσθονία.
Κατά τα υπάρχοντα στοιχεία βρέθηκαν στην Εσθονία περίπου 15
- 16. 000 νομίσματα του 9ου - 12ου αιώνα. Από αυτές οι 6000
προέρχονται από την ανατολή, από το Βυζάντιο, από την Ινδία, Αραβία κα. Βλ.
Eesti esiajalugu, (Προϊστορία της Εσθονίας), Tallinn 1982, εκδ. ENSV Teaduste
Akadeemia Instituut, (Ινστιτούτο της Επιστημονικής Ακαδημίας της ΕΣΣΔ,) σ. 358.
Το 992 ιδρύθηκε20 στην πόλη Πσκώβ, η οποία βρίσκεται δίπλα
στα εσθονικά σύνορα, ορθόδοξη επισκοπή - γεγονός που μπορεί να
οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι στην ιεραποστολή της εποχής εκείνης μάλλον
συμμετείχαν Έλληνες ή άλλοι ορθόδοξοι από οργανωμένες Ορθόδοξες
Εκκλησίες, αφού η Ρωσία δέχθηκε τον χριστιανισμό μόλις το 988. Δεν σώζονται
γραπτά κείμενα που να αποδεικνύουν ότι η ιεραποστολή στους Εσθονούς έγινε
από Ρώσους εμπόρους.
Το «Χρονικό του Νόβγκοροντ» γράφει ότι ο μέγας ηγεμόνας
Γιαροσλάβ Α’ ο Σοφός από το Κίεβο (980-1045) κατέκτησε το 1030 την
περιοχή της Εσθονίας γύρω από την όχθη του ποταμού Emajõgi. Εκεί έκτισε μία πόλη, την οποία ονόμασε Jurjev21 (Τartu,
Dorpat). Φένεται ότι οι
άνθρωποι που
εγκαταστάθηκαν στην καινούργια αυτή πόλη έφεραν μαζί τους,
όπως ήταν φυσικό, την ορθόδοξη πίστη τους και τους ιερείς τους.22 Στην
πόλη κτίστηκαν αμέσως και δυο ορθόδοξοι ναοί:23 ένας για το στρατό, ο άλλος
για το λαό. Από τα ιστορικά κείμενα τώ ναού του Αγίου Γεωργίου αποδεικνύεται
πως κατά την εισβολή των σταυροφόρων στην πόλη Jurjev (στο εξής Τάρτου) το 1224 η μια εκκλησία καταστράφηκε.24 Οι ορθόδοξοι της πόλεως Τάρτου
ανήκαν μέσω της Επισκοπής Νόβγκοροντ στη Μητρόπολη Κιέβου του Πατριαρχείου
της Κωνσταντινουπόλεως,25 μέσω του οποίου είχαν τη δυνατότητα να
ασπασθούν την ορθοδοξία, την οποία οι Ρώσοι δεν επέβαλαν με βία και
εξωτερικές
πιέσεις. Εκτός των εκκλησιαστικών επαφών, οι κάτοικοι των
δυο πόλεων, Τάρτου και Νόβγκοροντ, είχαν και στενές εμπορικές και
πολιτιστικές επαφές.
Εφόσον και οι δυο ήταν μέλη της ισχυρής Μεσαιωνικής
Χανσεατικής Ένωσης Hansaliit, η πόλη Τάρτου έπαιξε μεγάλο ρόλο, αφού κατείχε
την δεύτερη σημαντικότερη θέση μετά το μεγάλο εμπορικό κέντρο της
Λιίβιμα Ρήγα.
Η εσθονική γλώσσα δανείσθηκε από τα ρωσικά τότε κάποιες
λέξεις όπως: «ο σταυρός», «βαπτίζω», «το βιβλίο», «η νηστεία», «ο
παπάς» κ.α.
Στις ρωσικές πηγές
του 11ου και 12ου αιώνα υπάρχουν μαρτυρίες για συγκεκριμένους Επισκόπους του Jurjev, όπως τον Μιχαήλ
(1072-1073), τον Αντωνίο (1089), τον Μαρίνο (1091-1095), τον Δανιήλ
(1113-1122), τον Δαμιανό (1147), τον Νικηφόρο (1185) κ.ά., οι οποίοι
βεβαιώνουν τη συνέχεια
του εκκλησιαστικού βίου στην ευρύτερη περιοχή μέχρι τα μέσα
του 13ου
αιώνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου