Πέμπτη 13 Ιουλίου 2017

Πρώτες Ορθόδοξες Ιεραποστολικές διεισδύσεις στην Κίνα



blog counter

Ιεραποστολή των αιχμαλώτων από τη Ρωσία
Tού Μακ. Αρχιεπισκόπου Τιράνων και πάσης Αλβανίας Αναστασίου

Πηγή: Ιεραποστολικό βιβλίο τού Μακ. Αρχιεπισκόπου Τιράνων και πάσης Αλβανίας Αναστασίου: "Έως εσχάτου τής γης" σελ. 182 - 186.


Τα πρώτα σπέρματα της Χριστιανικής αλήθειας στα βάθη της Κίνας έφεραν, όπως είδαμε σε προηγούμενη μελέτη[1], Βυζαντινοί έμποροι. Συστηματικότερα κήρυξαν το ευαγγέλιο τον 7ο αι. οι λεγόμενοι «Νεστοριανοί» και τον 8ο και 9ο αι. παρατηρήθηκε άνθηση του Χριστιανισμού στην Κίνα επί δυναστείας των Τανγκ. Με τον διωγμό όμως που κήρυξε (854) ο Βου-Τσουνγκ, υποκινούμενος από τους Ταοϊστές, αρχίζει ο μαρασμός, ο οποίος συνεχίζεται επί τρεις αιώνες. Τον 13ο αι., επί της μογγολικής κυριαρχίας, παρουσιάζεται νέα ακμή των Χριστιανικών κοινοτήτων[2], για να εκριζωθούν οριστικά μετά την άνοδο της δυναστείας των Μινγκ (1368-1644). Κατά τους επόμενους αιώνες εργάσθηκαν στην «Αυτοκρατορία του Κέντρου» όπως ονομαζόταν η χώρα στην κινεζική με συγκινητική αυταπάρνηση πολλοί Ιεραπόστολοι των Δυτικών Εκκλησιών[3]. Στην παρούσα μελέτη θα περιορισθούμε στην προσφορά των Ορθοδόξων, η οποία ελάχιστα είναι γνωστή.
Κατά τον 17ο αι. Η Ρωσική κυριαρχία άρχισε να επεκτείνεται ανατολικά των Ουραλίων και σύντομα έφθασε στις ακτές της ανατολικής Ασίας. Οι ρωσικοί πληθυσμοί της Σιβηρίας κατά τον 17ο και 18ο αι. αυξήθηκαν αλματωδώς. Ενώ το 1662 οι Ρώσοι ήσαν μόλις 70.000, το 1783 έφθασαν το ένα περίπου εκατομμύριο[4]. Η Κινεζική αυτοκρατορία κατά το τέλος του 17ου αι. Και τις αρχές του 18ου, υπό την ηγεσία ενός από τους μεγαλύτερους ηγεμόνες της Μαντζουριανής δυναστείας (1644-1911), του Κ'άνγ-Χσι (1669-1723), ανέκοψε τη Ρωσική επέκταση στη νοτιοανατολική πλευρά της Σιβηρίας, κατά μήκος του ποταμού Αμούρ.
Το 1667 ο πρίγκιπας Χαν-Τιμούρ με δεκατέσσερις από τους συγγενείς του δραπέτευσε από την υπηρεσία του Κινέζου αυτοκράτορα σε ρωσικό έδαφος και το 1684 βαπτίσθηκε. Ο Κ'άνγ-Χσι, ερεθισμένος από αυτή την υπόθεση έστειλε στρατιωτικό άγημα στον ποταμό Αμούρ για να τιμωρήσει τους Κοζάκους. Το 1685 οι δυνάμεις του κατέλαβαν το Αλμπαζίν, το κύριο ρωσικό φρούριο στην περιοχή του Αμούρ, και συνέλαβαν αρκετούς αιχμαλώτους. Σαράντα πέντε από αυτούς δήλωσαν ότι θα ήθελαν να ενταχθούν στην υπηρεσία του Κ'άνγ-Χσι. Τους οδήγησαν στο Πεκίνο και τους εγκατέστησαν στη Β.Α. πλευρά της πόλεως. Ο Κινέζος αυτοκράτορας συμπεριφέρθηκε στους Αλμπαζινούς στρατιώτες πολύ ευνοϊκά. Τους παραχώρησε ένα Βουδιστικό ναό, τον οποίο αφιέρωσαν στο όνομα του Αγίου Νικολάου, τους έδωσε καλό μισθό και Κινέζες συζύγους.
Ανάμεσα στους αιχμαλώτους ήταν και ο Ιερέας Μάξιμος Λεοντίεβ (+1712), ο οποίος εξακολούθησε να εξυπηρετεί θρησκευτικά το ποίμνιό του[5]. Λίγο αργότερα, το 1695, όταν κόπασε το πάθος του πολέμου, ο Μητροπολίτης Τομπόλσκ Ιγνάτιος έστειλε έναν Ιερέα και ένα διάκονο για να βοηθήσουν τον Ρώσο κληρικό. Του έστειλε επίσης ένα αντιμήνσιο για την τέλεση της Θείας Λειτουργίας και τα απαραίτητα ιερά σκεύη. Σε μια επιστολή του στον Μάξιμο, ο Μητροπολίτης τον παρότρυνε να μείνει πιστός στην Ορθοδοξία, να επωφεληθεί από αυτήν τη δοκιμασία της αιχμαλωσίας και να φροντίσει να οδηγήσει στη Χριστιανική πίστη τους Κινέζους. Γι' αυτόν τον σκοπό, ο Μάξιμος θα έπρεπε στη Θεία Λειτουργία να αναφέρει στις προσευχές του, μετά την τσαρική οικογένεια, τον Κινέζο αυτοκράτορα, παρά το γεγονός ότι ο τελευταίος δεν είχε αποδεχθεί τη Χριστιανική πίστη, «ώστε να μπορέσει στο μέλλον να προσέλθει στην αγία, καθολική και Αποστολική Εκκλησία και έτσι να μετάσχει στη Βασιλεία των Ουρανών»[6]. Έλπιζε ότι ο μικρός Ορθόδοξος πυρήνας θα προετοίμαζε το έδαφος για τον ευαγγελισμό των Κινέζων.
Τα επόμενα έτη έγινε πράγματι μία ιδιότυπη διείσδυση των Ορθοδόξων στις τάξεις των ευγενών της Κίνας, η οποία, προς στιγμήν, φάνηκε σαν ανταύγειά της πραγματοποιήσεως αυτών των ελπίδων. Οι Ρώσοι αιχμάλωτοι ενσωματώθηκαν στην αυτοκρατορική φρουρά και πολλοί νυμφεύθηκαν Κινέζες ευγενείς, οι οποίες ασπάσθηκαν την Ορθόδοξη πίστη. Οι απόγονοι των Αλμπαζινών με τις συνεχείς επιμειξίες έχασαν τα ρωσικά χαρακτηριστικά τους, παρά ταύτα όμως παρέμειναν ως μία ιδιαίτερη ομάδα της σωματοφυλακής του αυτοκράτορα και διατήρησαν σταθερά την ορθοδοξία τους[7]. Η Ρωσική πρεσβεία που το 1698 εστάλη στο Πεκίνο, αναφέρεται ότι έμεινε σε ένα «Ρωσικό οίκο», τον οποίο η κινεζική κυβέρνηση παραχώρησε για τους ταξιδιώτες και τους Ιεραποστόλους.
Ρώσοι έμποροι διηγούντο ότι το 1692 ένας Κινέζος έμπορος βαπτίσθηκε με την οικογένειά του, καθώς και ένας μανδαρίνος του 7ου βαθμού, του οποίου το παράδειγμα ακολούθησαν ο υπηρέτης του και μερικοί από τους συγγενείς του[8].
Μεγάλο ενδιαφέρον έδειξε για τη Ρωσική Ιεραποστολή της Κίνας ο περίφημος Μητροπολίτης Τομπόλσκ Φιλόθεος Λεσζκζύνσκι, στου οποίου την ιεραποστολική δραστηριότητα οφείλεται κατά κύριο λόγο ο εκχριστιανισμός των ειδωλολατρικών φυλών της λεκάνης του ποταμού Ιρτούς και της λίμνης της Βαϊκάλης. Το 1714 έστειλε μία ομάδα Ρώσων κληρικών και λαϊκών από τον αρχιμανδρίτη Ιλαρίωνα Λετζάσκι, τον οποίο ο Κ'άνγ-Χσι υποδέχθηκε ενθέρμως.
Αλλά στην εποχή κατά την οποία οι Ορθόδοξοι Ιεραπόστολοι εμφανίσθηκαν στο προσκήνιο., τα πράγματα είχαν γίνει εξαιρετικά δύσκολα για τη Χριστιανική δραστηριότητα. Ο Κ'άνγ-Χσι αρχικά ήταν ευνοϊκός προς τον Χριστιανισμό. Μάλιστα τον Μάρτιο του 1692 είχε εκδώσει διάταγμα επιτρέποντας την άσκηση της Χριστιανικής λατρείας και εξασφαλίζοντας την προστασία στα υπάρχοντα εκκλησιαστικά κτήρια. Βρισκόταν επίσης σε πολύ καλές σχέσεις με τους Ιησουίτες, τους όποιους εκτιμούσε για τις γνώσεις τους στα μαθηματικά και την αστρονομία. Όμως αργότερα, παρακολουθώντας τη μεγάλη διαμάχη στους κόλπους της ρωμαιοκαθολικής Ιεραποστολής, ο Κ'άνγ-Χσι άλλαξε στάση έναντι των Χριστιανών.

Βιβλιογραφία

  • «Η Ορθοδοξία εις την Κίναν», Πορευθέντες, 4 (1962), 26-30, 36-39, 52-55. Επεξεργασία: Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. 7 (1965), 566-581.
  • «Orthodoxy in China», Go Ye 4 (1962), 26-30, 36-39, 52-55. Το αγγλικό κείμενο είναι πληρέστερο· από αυτό προστέθηκαν στο δημοσιευόμενο εδώ κείμενο ορισμένες παράγραφοι.
  • Σύνοψη στο συλλογικό έργο: Orthodoxy 1964. A Pan-orthodox Symposium, Athens 1964, 280-299, 435-438.

Σημείωση:

1. Βλέπε κεφ. 4 παρόντος τόμου.
2. Ένθ. αν., σ. 164-167. Εκτός από την εκεί αναφερόμενη βιβλιογραφία, βλέπε και Ε. Benz, Geist und Leben der Ostkirche, Hamburg 1957, σ. 112, 115, και N. Zemov, Eastem Christendom, London 1961, σ. 121.
3. Η σχετική βιβλιογραφία είναι εξαιρετικά εκτεταμένη. Οι τόμοι V και VII της κλασικής σειράς Bibliotheca Missionum των R. Streit και J. Dindiger, Asiatische Mission Literatur, 1600-1699, Aix-la-Chapelle, 1929 και Chinesische Mission Literarur, 1700-1909, Aix-la-Chapeue, 1931, παραθέτουν αναρίθμητα κείμενα σχετικά με τις Ιεραποστολές της Κίνας. Πολύτιμα βιβλιογραφικά στοιχεία προσφέρει και των J. K. Faibank et Kwang-Chin-Liu , Bibliographical Guide to modern China, Harvard 1940. Κλασσικό παραμένει το έργο του K. S. Latourette, A History of Christian Mission in China, The Macmillan Co., New York 1929, σ. 935. Για μια συνοπτική εικόνα των ρωμαιοκαθολικών ιεραπόστολών βλέπε άρθρα, Η. Bernard- Maître, Ε. Jarry, S. Delacroix, A. Retif, στο Histoire Universelle des Missions Catholiques, Paris (Grund), τόμ. II, 1957 και τόμ. III, 1958. Σχετική βιβλιογραφία βλέπε τόμ ΚΚσ. 935, 400-402, 410-411 και τόμΙΙΙσ. 421-422, 426-428.
4. K. S. Latourette, History of the Expansion of Christianity, Eyre and Spottiswoode, N. York και London 1939-1945, τόμΙΙΙ (Three centuries of advance 1500-1800), London 1939, σ. 367.
5. Nad. Gorodetzky, «The Missionary Expansion of the Russian Orthodox Church», The International Review of Missions, London, 31 (1942), σ. 404. Παράβαλλε K. S. Latourette, μνέργ., σ. 359 και J. Meyendorff, L’Église Orthodoxe hier et aujourd’hui, Paris (Seuil) 1960, σ. 158. Ο ρωσοκινεζικός αυτός πόλεμος είχε ευνοϊκό αντίκτυπο και στη ρωμαιοκαθολική ιεραποστολή. Δύο από τους Ιησουίτες του Πεκίνου προσέφεραν τις υπηρεσίες τους ως μεταφραστές κατά τις διπλωματικές διαπραγματεύσεις με τους Ρώσους, οι οποίες κατέληξαν στη συνθήκη του Νερτσίνσκ (1689) (Η. Bernard-Maître και Ε. Jarry, «Les Missions de Chine apres 1644», Hisf. Univ. Miss. Cath., βλέπε σημ. 3, τόμ. ΙΙ, σ. 170). Τον Μάρτιο του 1692, για ανταμοιβή αυτών των υπηρεσιών ο αυτοκράτορας δημοσίευσε διάταγμα, με το οποίο επιτρεπόταν η Χριστιανική λατρεία και προστατεύονταν τα υπάρχοντα εκκλησιαστικά κτήρια. Ο πατέρας του Κ'άνγ-Χσι, Σσόεν-Τσε (1644-1661), είχε δείξει ευνοϊκές διαθέσεις για τους Χριστιανούς. Στο διάστημα όμως των ετών 1661-1666 (περίοδος των τεσσάρων αντιβασιλέων), κηρύχθηκε διωγμός κατά των Χριστιανών. Μετά την ενηλικίωση του Κ'άνγ-Χσι δεν έπαψε αμέσως ο διωγμός, αλλά κόπασε αισθητά λόγω της ευνοίας που κέρδισε από τον νέο αυτοκράτορα ο Ιησουίτης π. Verbiest, με τις μαθηματικές και αστρονομικές του γνώσεις (βλέπε Η. Bernardaître και Ε. Jarry, ένθ. αν., σ. 166-168).
6. J. Glazik, Die Russische-orthodoxe Heidenmissionen seit Peter dem Grossen. Münster 1954, o. 52.
7. Nad. Gorodetzky, ένθαν.
8. JGlazik, ένθ. αν., σ. 58.
πηγη.Ο.Ο.Δ.Ε

Οι διωγμοί τών Χριστιανών στην Κίνα



blog counter

κατά τον 18ο αιώνα
Μακ. Αρχιεπισκόπου Τιράνων και πάσης Αλβανίας Αναστασίου

Πηγή: Ιεραποστολικό βιβλίο τού Μακ. Αρχιεπισκόπου Τιράνων και πάσης Αλβανίας Αναστασίου: "Έως εσχάτου τής γης" σελ. 186 - 191.

Η μεγάλη διαμάχη σχετικά με την αποδοχή και ενσωμάτωση στην Εκκλησία ορισμένων εθίμων και όρων του κινεζικού λαού, η γνωστή ως «Διαμάχη περί των Ιεροτελεστιών» (Rites Controvercy, Querelle des Rites), η οποία δίχασε επικίνδυνα τους ρωμαιοκαθολικούς Ιεραποστόλους επί έναν περίπου αιώνα, έφθασε κατά τις δύο πρώτες δεκαετίες του 18ου αι. στην τραγικότερη φάση της 9.
Το 1704 το Βατικανό καταδίκασε τη «φιλελευθερότερη» άποψη των Ιησουιτών επί του θέματος, με την οποία το 1700 είχε ταχθεί και ο Κινέζος αυτοκράτορας. Η Αποστολή των παπικών αντιπροσώπων Tournon (1705-1706) και Mezzabarba (1720-1722) έγινε αφορμή να αντιληφθεί ο Κ' άνγ-Χσι την πνευματική εξάρτηση των Ιησουιτών και γενικότερα των ρωμαιοκαθολικών από τη Ρώμη —πράγμα το οποίο επιμελώς είχαν φροντίσει να αποσιωπήσουν οι Ιεραπόστολοι της Αυλής — και να αρχίσει να ψυχραίνεται. Ήθελε μεν να χρησιμοποιεί την επιστήμη των Δυτικών, αλλά δεν ανεχόταν ότι ορισμένοι από τους υπηκόους του ήσαν εξαρτημένοι από έναν ξένο πνευματικό αρχηγό 10.
Το 1706 διέταξε τον λεγάτο του πάπα Tournon να εγκαταλείψει το Πεκίνο. Τον δε Αποστολικό βικάριο (στο Fukien) Maigrot και αρκετούς Ιεραποστόλους και Χριστιανούς Κινέζους τους εξόρισε. Οι Ιεραπόστολοι θα παρέμεναν στην Κίνα μόνο εφόσον είχαν αυτοκρατορική άδεια (piao), προφανώς για να ελέγχονται εάν συμφωνούν με την ερμηνεία περί «όρων και ιεροτελεστιών» του Κινέζου αυτοκράτορα. Ο τονισμός της παπικής αποφάσεως με τη βούλα του Κλήμεντος XΙ το 1715, τον εξερέθισε. Στον λεγάτο Mazzabarba, ο οποίος έφθασε το 1720 και του εξήγησε ότι ερχόταν για να ζητήσει από τους Χριστιανούς να υποταχθούν στις αποφάσεις της Ρώμης, απάντησε ότι, εν τοιαύτη περιπτώσει, θα έπρεπε και αυτός και οι Ιεραπόστολοι να ετοιμάσουν τις αποσκευές τους για να επιστρέψουν στην Ευρώπη 11.
Παρά ταύτα, όταν το 1715 εστάλη στο Πεκίνο μια ομάδα Ορθοδόξων κληρικών, βλέπουμε τον Κ' άνγ-Χσι να τους δέχεται ευγενέστατα 12. Το επόμενο μάλιστα έτος ο προαναφερθείς «Ρωσικός οίκος» μετατράπηκε σε Ι. Μονή. Να ήλπισε άραγε προς στιγμήν ο Κινέζος αυτοκράτορας ότι με την παρουσία των Ρώσων κληρικών θα μπορούσε να δημιουργηθεί νέο ρεύμα, το οποίο θα τον διευκόλυνε στην ανάπτυξη μιας Κινεζικής Εκκλησίας αυτόνομης, ανεξάρτητης από το Βατικανό; 12b Οι αισιόδοξες προβλέψεις για επικείμενη μεταστροφή του Κ' άνγ-Χσι στην Ορθόδοξη Εκκλησία, τις οποίες κυκλοφόρησε στη Ρωσία μετά τον θάνατο του Ιλαρίωνος (1718) ο διάκονος Φιλήμων 13, θα επέτρεπαν μια τέτοια υπόθεση. Οι λίγοι πάντως Ρώσοι Ιεραπόστολοι δεν ήσαν σε θέση να πετύχουν μια τόσο δύσκολη στροφή (όπως τον 9ο αι. Οι Βυζαντινοί στην ανατολική Ευρώπη), λόγω της παρουσίας των πολύ ικανών και οργανωμένων Ιησουιτών και μάλιστα σε μια ατμόσφαιρα ασάφειας και συγχύσεως. Ίσως αν είχαν φθάσει μερικά χρόνια νωρίτερα, και είχαν μελετήσει εγκαίρως την κατάσταση και δράσει αποφασιστικά, η πορεία των πραγμάτων να ήταν κάπως διαφορετική. Η εποχή όμως κατά την οποία παρουσιάζονται στο προσκήνιο είναι κατ' εξοχήν δύσκολη.
Ο αυτοκράτορας, ο οποίος αρχικά φέρθηκε τόσο ευνοϊκά προς τον Χριστιανισμό, ώστε να αφήσει σε μερικούς ελπίδες ότι θα γινόταν "ο Μ. Κωνσταντίνος της Κίνας"14, εξοργίσθηκε όταν ανακάλυψε τον διοικητικό μηχανισμό της δυτικής Ιεραποστολής. Για τον αυταρχικό Κ' άνγ-Χσι ήταν βασικής σημασίας το γεγονός, ότι οι Ιεραπόστολοι υπάκουαν πιστά σε εντολές ευρωπαίων ηγετών. Άρχισε πλέον να βλέπει πράκτορες ξένων δυνάμεων εκεί που έως χθες έβλεπε απλώς φορείς ξένων θρησκευτικών ιδεών. Το ότι δε, συμπτωματικά, μετά τόσα χρόνια, μάθαινε πώς ακριβώς είχαν τα πράγματα, μεγάλωνε τη δυσπιστία του για κάθε Χριστιανική προσπάθεια. Εάν οι ρωμαιοκαθολικοί Ιεραπόστολοι, τους όποιους τόσο είχε γνωρίσει και εκτιμήσει, αποδείχθηκαν ότι επιμελώς τού είχαν αποκρύψει την αλήθεια, από πού αποδεικνυόταν ότι οι απεσταλμένοι της μέχρι χθες εχθρικής Ρωσίας θα ήσαν ειλικρινέστεροι; Η έλλειψη διαύγειας προθέσεων και η ανάμιξη εξουσιαστικών τάσεων και σκοπιμοτήτων, στοίχιζε στη διάδοση του Χριστιανισμού.
Στο μεταξύ, το ρωσικό ενδιαφέρον για την Ιεραποστολή στην Κίνα —τόσο το εκκλησιαστικό, όσο και το πολιτικό— είχε γίνει πολύ έντονο. Η πληροφορία του Φιλήμονος επηρέασε όχι μόνο πολλούς Ρώσους επισκόπους, αλλά επίσης τον Μεγάλο Πέτρο. Και ετοιμάσθηκε σύντομα κάποιο σχέδιο. Τον Μάρτιο του 1721, ο Ιννοκέντιος Kulchicky χειροτονήθηκε Επίσκοπος για να σταλεί ως επικεφαλής της Ιεραποστολής στο Πεκίνο, με σαφή εντολή «κατά την παραμονή του στην Κίνα να μην αποκαλύψει ότι είναι Επίσκοπος, ώστε οι εχθροί του, και ιδιαίτερα οι Ιησουίτες, να μην το πληροφορηθούν και ματαιώσουν τα ρωσικά σχέδια». Ο Ιννοκέντιος αναχώρησε με δύο Ιερείς, δυο Διακόνους, πέντε ψάλτες, δυο νεωκόρους και ένα μάγειρα για το μακρινό ταξίδι. Και μετά από 11 μήνες, τον Μάρτιο του 1722, έφθασε στα κινεζικά σύνορα 15. Αλλά τους απαγόρευσαν την είσοδο. Οι Ορθόδοξοι έφθασαν με μεγάλη καθυστέρηση. Οι πολιτικές σχέσεις μεταξύ Ρωσίας και Κίνας. Είχαν διακοπεί (1722-1727) και ο Κινέζος αυτοκράτορας είχε στραφεί οριστικά εναντίον του Χριστιανισμού.
Ήδη το 1717 τα 9 μεγάλα «δικαστήρια» του Πεκίνου αποφάσιζαν την απέλαση των Ιεραποστόλων, την απαγόρευση της Χριστιανικής θρησκείας και την καταστροφή των ναών. Ο αυτοκράτορας υπέγραψε ένα μήνα αργότερα την απόφαση και σε διαβήματα των γνωστών του Ιεραποστόλων έδωσε την αβέβαιη υπόσχεση, ότι από την απόφαση εξαιρούνται όσοι είχαν δική του άδεια (piao)16. Μετά τον θάνατό του όμως, ο διάδοχός του Γιούγκ-Τσενγκ (1723-1736) κήρυξε (1724) κατά των Χριστιανών ολοκληρωτικό διωγμό, ο οποίος επρόκειτο με εναλλασσόμενη ένταση να παραταθεί επί 120 έτη 17.

Σημειώσεις

9. Η ουσία της διαμάχης ήταν η εξής: Η τακτική που υιοθέτησε ο Ιησουίτης Ricci (1550-1610) σχετικά με τον «εκχριστιανισμό» όρων της κινεζικής φιλοσοφίας και πατροπαραδότων εθίμων και δοξασιών του κινεζικού λαού ήταν σωστή; Και ειδικότερα:
α) Ποιοι όροι έπρεπε να χρησιμοποιηθούν για να δηλώσουν τον Θεό των Χριστιανών; Ήσαν οι παλαιοί όροι της κινεζικής φιλοσοφίας Τ' ιέν (ουρανός) και Σάνγκ-τ'ι (Κύριος των άνω) οι κατάλληλοι;
β) επιτρεπόταν στους Χριστιανούς να μετέχουν σε πατροπαράδοτες τελετές κοινωνικού ή οικογενειακού χαρακτήρα, προς τιμήν του Κομφούκιου ή τών προγόνων; Μπορούσαν να τους δώσουν νέο εννοιολογικό περιεχόμενο;
γ) Ήταν σωστό, κατά την τέλεση των Χριστιανικών μυστηρίων, οι Ιεραπόστολοι να λαμβάνουν υπόψη τους τη νοοτροπία των Κινέζων, η οποία αποστρεφόταν ορισμένα πράγματα, και να τροποποιούν π. χ. Το «τυπικό» του βαπτίσματος ή του γάμου;
Μήπως παρόμοιες προσαρμογές προς την κινεζική ιδιοσυγκρασία θα κατέληγαν σε μοιραίους συμβιβασμούς και αβαρίες σε βασικά Χριστιανικά δόγματα;
Εκτός από λίγες εξαιρέσεις, οι Ιησουίτες είχαν ακολουθήσει τη θρησκευτική πολιτική του Ricci. Αντίπαλοί τους ήσαν οι Δομινικανοί και οι Φραγκισκανοί. Η διαμάχη επεκτάθηκε και στην Ευρώπη. Ακόμη και ο φιλόσοφος Leibnitz έγραψε επ’ αυτού (υπέρ των  Ιησουιτών)· βλέπε: K. S. Latourette, μν. έργ, τόμ. VI, σ. 349-355. Ε. Jarry, «La Querelle des Rites», Hist Un. Mis. Cath., τόμ. II, σ. 337-350. H. Bernard-Μaître, «Le Père Ricci et les Missions de Chine», Hist Un. Mis. Cath., τόμ. II, σ. 28-35. J. Brucker, «Chinois rites», στο Vacant, Mangenot, Dictionnaire de Théologie Catholique, Paris 1923, τόμ. II, στ. 2364-2391.
10. «Όσον αφορά τη θρησκεία της Δύσεως, η οποία εκθειάζει τον Τ' ιέν-τσου (Κύριος του ουρανού, ήταν το άλλο όνομα το οποίο προτιμούσαν οι αντίπαλοι του Ricci), να έχεις υπόψη σου, συμβούλευε τον γιό του, ότι είναι αντίθετη προς την ορθή πίστη (των ιερών μας βιβλίων) και μόνο επειδή οι Ιεραπόστολοί της γνωρίζουν βαθύτατα τις μαθηματικές επιστήμες τους χρησιμοποιεί το κράτος. Κράτησέ το καλά αυτό». Και εκείνος δεν το λησμόνησε (Η. Bernard-Maître και Ε. Jarry, «Les Missions de Chine après 1644», Hist. Un. Mis. Cath., τόμ. II, σ. 176).
11. Ε. Jarry, «La querelle des Rites», Hist. Un. Mis. Cath., τόμ. III, σ. 349.
12. K. S. Latourette, μνέργ., σ. 359. Για τον Φιλόθεο βλέπε σ. 368.
12b.  Δυστυχώς, καθόσον έχουμε υπόψη μας, δεν υπάρχει προηγούμενη παράλληλη εξιστόρηση της Ιεραποστολικής προσπάθειας των Ρώσων στην Κίνα και των μεγάλων προσπαθειών του Δυτικού Χριστιανικού κόσμου, ώστε να μπορεί κανείς με βεβαιότητα να διατυπώσει ιστορικές κρίσεις για ορισμένες κρίσιμες λεπτομέρειες.
13. J. Glazik, μν. έργ., σ. 54-55.
14. HBernardaître και  EJarry, ένθ. αν., σ. 177.
15. J. Glazik, μν. έργ., σ. 55.
16. JBrucker, μν. έργ., στ. 2383.
17. Κατά τη μακρά βασιλεία του Τσ' ιέν-Λούνγκ (1736-1796) οι διωγμοί ήσαν συχνοί, αν και αυτός δεν φαίνεται να είχε ιδιαίτερη εχθρότητα προς τους Χριστιανούς. Στην αυλή του εξακολουθούσε να απασχολεί επιστήμονες και καλλιτέχνες από τις τάξεις των δυτικών Ιεραποστόλων (K. S. Latourette, μν. έργ., σ. 357).
Το 1805 ο αυτοκράτορας Κία-Κινγκ (1796-1820), ο οποίος το 1802 είχε δημοσιεύσει ευνοϊκό διάταγμα για τους Χριστιανούς, κήρυξε πάλι βίαιο διωγμό, τον οποίο ενέτεινε το 1811. Κατέστρεψε τους περισσότερους ναούς και καταδίκασε σε θάνατο όλους τους (ρωμαιοκαθολικούς) Ιεραποστόλους, εκτός από τέσσερις (τον Επίσκοπο Πεκίνου και 3 άλλους Γάλλους της Αυλής). Τα 2/3 των Χριστιανών αποστάτησαν.
Αν και ο διάδοχος του Κία - Κινγκ, Τάο - Κουάνγκ, υπήρξε μάλλον ανεξίθρησκος, ο διωγμός δεν σταμάτησε. Από το 1801-1829 κανείς (ρωμαιοκαθολικός) Ιεραπόστολος δεν διείσδυσε στην Κίνα (Mgr. S. Delacroix, «L’aggravation de la crise», Hist. Un, Mis. Cath., τόμ, III, σ. 36).
Κατά την πρώτη τεσσαρακονταετία του. 19ου αι. Οι διωγμοί συνεχίσθηκαν. Η οξύτητά τους διέφερε κατά επαρχίες, ανάλογα με τη διάθεση των κατά τόπους μανδαρίνων.
Μετά την ήττα των Κινέζων από τους Άγγλους («πόλεμος οπίου», 1839), οι συμφωνίες του Νανκίν (1842), και κυρίως του Ουχάμποα (συμφωνία Αμερικής, Γαλλίας και Κίνας, 1844), τερμάτισαν προς στιγμήν τις βιαιότητες κατά των Χριστιανών.
Το 1856, η δολοφονία ενός Γάλλου Ιεραποστόλου στο Κουανγκσί γίνεται αφορμή επεμβάσεως της Γαλλίας στην Κίνα, με τη σιωπηλή συγκατάθεση Ρωσίας και Η. Π. Α. Τον Ιούνιο του 1858 η Κίνα υπέγραφε στο Τιέν-τσιν συνθήκες με τις δυτικές δυνάμεις (με τη Ρωσία είχε ήδη υπογράψει τον Ιανουάριο του ίδιου έτους). Σύμφωνα με τις συνθήκες αυτές, οι Ιεραπόστολοι ήσαν ελεύθεροι να προχωρήσουν στο εσωτερικό της χώρας και οι Χριστιανοί να τελούν τα της λατρείας τους. Κάποια αντίσταση των Κινέζων στην τήρηση των συμφωνιών του Τιέν-τσιν έφερε τα Άγγλο-γαλλικά στρατεύματα το 1860 στο Πεκίνο.
Στη συμφωνία του Πεκίνου (25. 10. 1860) ορίζεται η απόδοση στους Χριστιανούς των δημευθέντων κατά τους διωγμούς Ιδρυμάτων (A. Retif, «Les Missions de Chine et de Corée», . Hist. Un. Mis. Cath., τόμ. III, σ. 257-260).
ΠΗΓΗ.Ο.Ο.Δ.Ε

Η Ορθόδοξη Ιεραποστολή στην Κίνα κατά τον 18ο και 19ο αιώνα



blog counter

Πνευματικό προγεφύρωμα
Tού Μακ. Αρχιεπισκόπου Τιράνων και πάσης Αλβανίας Αναστασίου

Πηγή: Ιεραποστολικό βιβλίο τού Μακ. Αρχιεπισκόπου Τιράνων και πάσης Αλβανίας Αναστασίου: "Έως εσχάτου τής γης" σελ. 187 - 195.

Οι συνθήκες αυτές, (τού διωγμού τών Χριστιανών, που διαμορφώθηκαν στην Κίνα εξ' αιτίας τής εξάρτησης τών Ρωμαιοκαθολικών από τη Ρώμη), όπως ήταν φυσικό, παρέλυσαν και κάθε σχέδιο Ορθόδοξης Ιεραποστολής.
Η συνθήκη της Κιάκτα το 1727 μεταξύ Ρωσίας και Κίνας έλαβε πρόνοια για τη Ρωσική Ιεραποστολή του Πεκίνου. Η κινεζική Αυλή ανέλαβε να τροφοδοτήσει και να εξασφαλίσει τη διαμονή μιας ομάδας, η οποία αποτελείτο από τέσσερις μόνιμους κληρικούς και έξι σπουδαστές, των οποίων βασικό έργο θα ήταν η επιστημονική μελέτη που θα οδηγούσε σε μια καλύτερη κατανόηση του πολιτισμού των δύο λαών. Επίσης είχε προβλεφθεί η ανέγερση ενός ναού στην αυλή της Ρωσικής Πρεσβείας, στην οποία η Ορθόδοξη πίστη ήταν ελεύθερη (άρθρο 5). Αυτές οι συμφωνίες είχαν ιδιαίτερη σημασία, λαμβανομένου υπόψη ότι την εποχή εκείνη ο διωγμός εναντίον των ρωμαιοκαθολικών βρισκόταν σε έξαρση.
Στη συνθήκη της Κιάκτα δεν γίνεται λόγος για την Εκκλησία των Αλμπαζινών. Μπορεί αυτό να ήταν ένας έμμεσος τρόπος απλώς για να τους απαγορεύσουν να βρίσκονται μέσα στην Πρεσβεία. Ίσως οι Ρώσοι να ήθελαν να διαφοροποιηθούν από τους Αλμπαζινούς, τους οποίους δεν εκτιμούσαν ιδιαιτέρως. Μετά από τις εξελίξεις αυτές, το 1727, στο Πεκίνο υπήρχαν δύο Ορθόδοξοι πυρήνες. Ο επίσημος, στο Να-Κουάν, και ο άλλος, των Αλμπαζινών, στο Πέι-Κουάν, όμως οι σχέσεις τους δεν ήσαν αρχικά πολύ καλές. Ο επικεφαλής της Ιεραποστολής Αντόνι Πλατκόβσκι προσπάθησε να διαλύσει την κοινότητα των Αλμπαζινών, αλλά δεν το πέτυχε λόγω της αντιστάσεως του γέροντα μοναχού Λαυρέντι, ο οποίος βρισκόταν εκεί από τις ημέρες της πρώτης Ιεραποστολής. Ο Λαυρέντι αρνήθηκε να πάει στη Ρωσική Πρεσβεία και έμεινε με τους Αλμπαζινούς, μαζί με τους οποίους ξανάκτισε τον παλαιό ναό που είχε καταστραφεί από σεισμό το 1730.18
Γενικά, η ιεραποστολική δραστηριότητα των Ρώσων ήταν περιορισμένη. Ο Πλατκόβσκι το 1732 ανέφερε στην Ιερά Σύνοδο ότι από τον Μάρτιο του 1731 βαπτίσθηκαν 25 Κινέζοι. Αργότερα, υπό την ηγεσία του Αμβροσίου Γιουμάτοβς υπήρξε κάποια αναγέννηση. Η κοινότητα των Αλμπαζινών, η οποία είχε αρχίσει να αφομοιώνεται στο κινεζικό θρησκευτικό περιβάλλον, οργανώθηκε και ενισχύθηκε πνευματικά και πολλοί Κινέζοι και Μαντζουριανοί βαπτίσθηκαν.19
Το ρωσικό ιεραποστολικό κλιμάκιο σπούδαζε την κινεζική και μαντζουριανή γλώσσα. Πολλοί Ορθόδοξοι κληρικοί έλαβαν τον τίτλο του μανδαρίνου και υποστηρίζονταν τόσο από τη Ρωσική όσο και από την Κινεζική κυβέρνηση20. Οι Ρώσοι κληρικοί, για να μην ερεθίσουν τον θρησκευτικό φανατισμό των Κινέζων, απέφυγαν την εμφανή Ιεραποστολική δράση. Έρχονταν ως επίσημοι φίλοι να σπουδάσουν τη νοοτροπία, την κοινωνική και πολιτιστική κατάσταση του κινεζικού λαού. Η μετριοπάθεια αυτή των Ορθοδόξων, η μόρφωση και η ευγένειά τους, τους έδινε μεγάλη άνεση κινήσεων και κατόρθωσαν να επικοινωνούν με διακεκριμένους πολίτες και να οδηγούν διακριτικά αρκετούς επισήμους στην πίστη, σε εποχή κατά την οποία ο Χριστιανισμός ήταν απαγορευμένη θρησκεία. Οι διωγμοί που κηρύσσονταν εναντίον των ρωμαιοκαθολικών δεν επεκτάθηκαν μέχρις αυτούς21.
Αντίθετα, η Κινεζική κυβέρνηση προσπάθησε να χρησιμοποιήσει τους Ορθοδόξους για την αντικατάσταση των Ιησουιτών και πρότεινε στα μέλη της Ρωσικής Ιεραποστολής να αναλογούν την επιστημονική τους εργασία στην αστρονομία, την ιατρική, τις φυσικές επιστήμες, τη μουσική. Οι Ρώσοι δεν έδειξαν κάποιο ενδιαφέρον γι' αυτό, ή μάλλον αρνήθηκαν αυτές τις προτάσεις χωρίς να εκτιμήσουν τις δυνατότητες οι οποίες προσφέρονταν, και έτσι άφησαν τους λαζαριστές να πάρουν τη θέση των Ιησουιτών μετά τη διάλυση του τάγματός τους (1773)22.
Οι σχέσεις μεταξύ Ορθοδόξων και ρωμαιοκαθολικών Ιεραποστόλων υπήρξαν μάλλον φιλικές, τόσο ώστε η Ρωσική Εκκλησία χρειάσθηκε να συστήσει στους Ιεραποστόλους της περισσότερη προσοχή στις επαφές τους με τους Ιησουίτες. Στην περίοδο των διωγμών του 19ου αιώνα, όπως αναγνωρίζουν οι ρωμαιοκαθολικοί, οι Ορθόδοξοι του Πεκίνου προσέφεραν σημαντικές υπηρεσίες στη δυτική Ιεραποστολή23.
Χαρακτηριστική είναι η εξής περίπτωση: Όταν ο τελευταίος ρωμαιοκαθολικός Ιεραπόστολος, ο λαζαριστής Επίσκοπος Pires, απεβίωσε το 1838, «κληροδότησε» όλη την περιουσία της ρωμαιοκαθολικής Ιεραποστολής στον Ρώσο αρχιμανδρίτη. Αρχικά, η κινεζική κυβέρνηση κατέσχεσε την περιουσία, αλλά ο Ρώσος Ιεραπόστολος πέτυχε να την επανακτήσει ύστερα από επίμονες προσπάθειες. Το 1860, μεγαλόθυμα την επέστρεψε στη νέα ρωμαιοκαθολική Ιεραποστολή24.
Η Ρωσική Ιεραποστολή του Πεκίνου ήταν μια Ορθόδοξη εστία, που ακτινοβολούσε μυστικά μέσα στο πολιτικό κέντρο της Κίνας. Οι στενές σχέσεις των Ιεραποστόλων με τη Ρωσική Πρεσβεία και με τη Ρωσική πολιτική συνιστούσαν ένα μεγάλο πλεονέκτημα όσο και μειονέκτημα. Δεν γνωρίζουμε ποιές ακριβώς ελπίδες έτρεφαν για το μέλλον οι Ρώσοι κληρικοί. Ίσως η ανάμνηση του εκχριστιανισμού φυλών και λαών, δια της μεταστροφής των ηγεμόνων τους, να αποτελούσε τη μυστική τους προσδοκία κατά τη μακροχρόνια αναμονή τους. Καθώς όμως απέδειξαν τα πράγματα, οι Ρώσοι υπήρξαν πολύ διστακτικοί στην προσπάθεια του ευαγγελισμού των Κινέζων —προφανώς και λόγω ποικίλων πολιτικών δεσμεύσεων25. Γι' αυτό και δεν έχουμε αξιόλογη Ιεραποστολική δράση, εκτός από τη διατήρηση ενός μικρού Ορθόδοξου πυρήνα, τον οποίο ουσιαστικά αποτελούσαν οι απόγονοι των Αλμπαζινών. Η μεγάλη προσφορά των Ορθοδόξων Ιεραποστόλων του Πεκίνου περιορίσθηκε επί δυο σχεδόν αιώνες σε επιστημονική μελέτη και παραγωγή26.
Η Ρωσική Ιεραποστολή στο Πεκίνο υπήρξε σημαντική κυρίως στο επιστημονικό, φιλολογικό πεδίο, για τη γνωριμία της Κίνας στη Ρωσία. Ήδη κατά τον 18ο αιώνα, έδωσε στη Ρωσική επιστήμη πολλούς ανατολιστές, όπως οι Λ. Κ. Ραζλόχιν, Α. Γκ. Βλαντίκιν και Α. Λ. Λεοντίεβ. Ιδιαιτέρως στον 19ο αιώνα, διακρίθηκε για την προσφορά μεγάλου αριθμού επιστημόνων στη σινολογία, όπως ο Υάκινθος Μπιχούριν (1777-1853), ο οποίος αργότερα έγινε μέλος της Ρωσικής Ακαδημίας Επιστημών και της «Ασιατικής Εταιρείας» στο Παρίσι —πολλά έργα του Μπιχούριν μεταφράσθηκαν στα γερμανικά, γαλλικά, αγγλικά. Επίσης ο Π. Καμένσκιι (1773-1845), διάδοχος του Μπιχούριν στην ηγεσία της Ιεραποστολής, ο Ι. Ι. Ζαχάρωφ (1814-1885), ο Β. Π. Βασίλιεβ (1818-1900) και ο πιο επιφανής από όλους Πέτρος Ιβάνοβιτς Καφάρωφ (1817-1878), γνωστός ως Παλλάδιος, στον οποίο οφείλεται το μέγα Ρωσοκινεζικό Λεξικό καθώς επίσης και μία τεράστια φιλολογική παραγωγή27.

Σημειώσεις:

18. J, Glazik, μν. έργ., σ. 57-58.
19. J, Glazik, μν. έργ., σ. 59.
20. NadGorodetzky, μν. έργ., σ. 404,
21. Ένα κείμενο του 1857 σημειώνει ότι «απολάμβαναν (ως μέλη της διπλωματικής αποστολής της Ρωσίας) πλήρη ελευθερία κινήσεων και επικοινωνίας με τους διακεκριμένους κατοίκους. Η καταδίωξη που παρατηρήθηκε στη ρωμαιοκαθολική ιεραποστολή ουδέποτε επεκτάθηκε μέχρι αυτούς και μπροστά από τον σταθμό των εμπορευόμενων της μέχρι σήμερα φρουρεί μία τιμητική κινεζική φρουρά. Ουδέποτε εμφανίσθηκαν ως Ιεραπόστολοι» (C. Abel - F. A. Meckleburg, Arbeiten der Kaiserlich Russischen Gesandtschaft zu Peking über China, seine Volk seine Religion, seine Institutionen, τόμ. IIBerlin 1858, Vorwort, στο JGlazik, μν. έργ., σ. 169). Ο JGl. μετριάζει την κατηγορηματικότητα της τελευταίας προτάσεως.
22. J, Glazik, μν. έργ., σ. 61.
23. J. Glazik, μν. έργ., σ. 61.
24. A. Favier, Péking, Histoire et description, Péking 1897, σ. 239.
25. Ο K. S. Latourette σημειώνει χαρακτηριστικά ότι η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία «εισήλθε στην Κίνα αρχικά σε στενότατη σχέση με τη Ρωσική κυβέρνηση και πραγματικά ως όργανό της» (μν. έργ., σ. 34). Υπάρχουν πληροφορίες ότι η Ρωσική κυβέρνηση, για λόγους πολιτικής σκοπιμότητος, γενικώς δεν ευνοούσε, και μερικές φορές απαγόρευε, κάθε προσπάθεια προσηλυτισμού μεταξύ των Κινέζων (Επισκόπου Ιννοκεντίου Φιγκουρόφσκυ, The Chinese Recorder, Foochow, τόμ. XlVIII, σ. 678-679, στο K. S. Latourette, μνέργ., τόμ. VI, σ. 294). Εννοείται όμως ότι και οι δυτικές ιεραποστολές δεν ήσαν καθόλου ανεξάρτητες πολιτικά. Συχνότατα, ίσως μόνο με μεγαλύτερη επιδεξιότητα, έγιναν όργανα πολιτικών σκοπιμοτήτων των μεγάλων Ευρωπαϊκών Δυνάμεων στην Κίνα, εξ ου και η φοβερή αντίδραση των Κινέζων. Αλλά επίσης εξυπηρετήθηκαν, και σε ορισμένες περιπτώσεις σώθηκαν, με πολιτικές επεμβάσεις (βλέπε αν. σημ. 17).
26. «Μόνο στην επιστημονική της συμβολή στην ερμηνεία της Κίνας στη Ρωσία, υπήρξε η Ρωσική Ιεραποστολή πραγματικά αξιοσημείωτη» (K. S. Latourette, A History of Christian Missions in China, N. York 1929, σ. 825).
Είναι αξιοπρόσεκτο ότι κατά τη μετάφραση των ιερών κειμένων έδειξαν μεγάλη προσαρμογή στην κινεζική νοοτροπία. Χρησιμοποίησαν π. Χ. Το «λάμα» για τον κλήρο, και για τον Θεό και την Εκκλησία παλαιούς κινεζικούς και βουδδιστικούς όρους (Nad. Gorodetzky, μν. έργ., σ. 404). Ορισμένοι από τους Ιεραποστόλους αναδείχθηκαν μεταξύ των διασημοτέρων σινολόγων.
27. K. S. Latourette, μνέργ., τόμ. VI, σ. 294.

Τρίτη 11 Ιουλίου 2017

Από το 2011, οι μισοί Χριστιανοί Συρίας και Ιράκ, έχουν φύγει…



blog counter

Καθώς συμπληρώθηκαν ήδη 3 χρόνια από την ημέρα που το Ισλαμικό Κράτος πήρε υπό τον έλεγχό του την Μοσούλη, μια νέα έκθεση εκτιμά ότι το 50-80% του χριστιανικού πληθυσμού του Ιράκ και της Συρίας έχουν μεταναστεύσει, από την αρχή του εμφυλίου πολέμου στη Συρία το 2011. 

ΠΗΓΗ: http://www.crpme.gr/ 
Απόδοση: Σ. Δημόπουλος 

Η άφιξη του ΙΚ αποτέλεσε μόνον ένα σημείο καμπής μια τάσης που ήδη είχε επιταχυνθεί, καθώς οι Χριστιανοί ένοιωθαν «ολοκληρωτική απώλεια της ελπίδας για ένα ασφαλές μέλλον», σύμφωνα με την έκθεση που εκπόνησαν οι φιλανθρωπικές οργανώσεις Open Doors, Served και Middle East Concern. 

Η έκθεση επισημαίνει επίσης ότι οι Χριστιανοί που έχουν εγκατασταθεί αλλού έχουν «ελάχιστο κίνητρο» για να επιστρέψουν, και αρκετοί απ’ αυτούς στις συνεντεύξεις εκφράζουν την άποψη ότι «η Μέση Ανατολή δεν μπορεί να είναι πλέον πατρίδα για τους Χριστιανούς». 

Σε ένα κείμενο πολιτικής ανάλυσης, που δημοσιεύθηκε παράλληλα με την έκθεση, οι τρεις φιλανθρωπικές οργανώσεις κάλεσαν την Ε.Ε. να βοηθήσει στην θέσπιση ενός «μηχανισμού λογοδοσίας», που θα ασχοληθεί με πράξεις θρησκευτικών και εθνικών διώξεων και διακρίσεων στο Ιράκ και στη Συρία. 

«Η δημιουργία ενός εθνικού μηχανισμού λογοδοσίας για τις καταγγελίες αυτού του τύπου είναι μια μακροπρόθεσμη λύση, η οποία στοχεύει να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη σε ένα σύστημα που θα εξασφαλίζει όλες τις θρησκευτικές και εθνικές κοινότητες ότι θα απολαμβάνουν πλήρη ισότητα και προστασία ως πολίτες της χώρας, ενώ επίσης θα αποτρέπει αρνητικούς παράγοντες να προβούν σε ανεπιθύμητες ενέργειες εναντίον αυτών των κοινοτήτων», γράφουν στο κείμενό τους οι φιλανθρωπικές οργανώσεις. 

Καλούν, λοιπόν, την Ε.Ε. να υποστηρίξει τη δημιουργία του μηχανισμού, χρησιμοποιώντας τις επαφές της με τις κυβερνήσεις του Ιράκ και της Συρίας, και να παράσχει την οικονομική και τεχνική υποστήριξη και την επίβλεψη του έργου. Ο μηχανισμός, προσθέτουν οι οργανώσεις, «θα πρέπει να είναι διαφανής και χωρίς αποκλεισμούς, εξασφαλίζοντας ότι όλοι οι βασικοί ενδιαφερόμενοι (κυβέρνηση, ηγέτες των κοινοτήτων, κοινωνία των πολιτών και οι πολίτες) θα εκπροσωπούνται επαρκώς.

Σημαντικά ευρήματα

Η έκθεση, με τον τίτλο «Κατανοώντας τις πρόσφατες μετακινήσεις των Χριστιανών που εγκαταλείπουν τη Συρία και το Ιράκ», αναγνωρίζει τη δυσκολία παρουσίασης οριστικών αριθμών. Εκτιμά ότι ο συνολικός πληθυσμός των Χριστιανών στο Ιράκ έχει μειωθεί από πολύ πιο πάνω από 300.000 το 2014 σε 200-250.000 σήμερα – αν και κάποιοι από αυτούς έχουν μετακινηθεί αλλού, εντός της χώρας. 

Στη Συρία, εν τω μεταξύ, οι οργανώσεις εκτιμούν ότι ο χριστιανικός πληθυσμός από περίπου 2 εκατομμύρια το 2011 σήμερα έχει πέσει κατά το ήμισυ. «Οι παράγοντες που οδηγούν στην φυγή περιλαμβάνουν τη βία των συγκρούσεων, η σχεδόν πλήρης καταστροφή κάποιων ιστορικών χριστιανικών πόλεων, όπως αυτές στην πεδιάδα της Νινευή στο βόρειο Ιράκ, η μετανάστευση άλλων Χριστιανών και η απώλεια της κοινότητας, ο τεράστιος πληθωρισμός, η απώλεια ευκαιριών απασχόλησης και η έλλειψη εκπαιδευτικών ευκαιριών». 

Έτσι η άμεση βία, όπως αυτή από κινήματα σαν το ΙΚ στη Συρία και στο Ιράκ, αποτέλεσε απλώς το σημείο καμπής για την μετανάστευση, η τελική απόφαση για την έξοδο, που πίσω της είχε συσσωρεύσει σειρά παραγόντων κατά τα προηγούμενα χρόνια. Ο μεγαλύτερος αριθμός Χριστιανών θεωρείται ότι έχει φύγει από τη Συρία, αλλά μόνον επειδή ο αρχικός πληθυσμός ήταν υψηλότερος, ενώ αναλογικά είναι περισσότεροι οι Χριστιανοί που έφυγαν από το Ιράκ. 

Οι Χριστιανοί έχουν μεταναστεύσει μέσω διαφόρων διαδρομών, συμπεριλαμβανομένων των προγραμμάτων μετεγκατάστασης μέσω των εκκλησιών, της επίσημης καταχώρισης προσφύγων αλλά και των «παράνομων διαδρομών» – αν και οι θάνατοι των Χριστιανών που προσπάθησαν να περάσουν την Μεσόγειο Θάλασσα στην Ευρώπη φέρεται να «έχουν αποθαρρύνει κάποιους». Παράλληλα, το υψηλό τίμημα αυτών των διαδρομών είναι απαγορευτικό για πολλούς. 

Σύμφωνα με τα στοιχεία, ο Λίβανος έχει δεχθεί τους περισσότερους Χριστιανούς, ενώ χιλιάδες άλλοι έχουν εγκατασταθεί στην Ιορδανία και στη Τουρκία, και ένας μικρότερος αριθμός σε ευρωπαϊκές χώρες όπως η Σουηδία και η Γερμανία. 

Ωστόσο «οι πρόσφατες πολιτικές αλλαγές, όπως επίσης και οι συνθήκες διαβίωσης, έχουν κάνει την άφιξη ή τη διαμονή σε χώρες όπως η Σουηδία, απίστευτα δύσκολες. Υπάρχουν αναφορές για επιστροφές στην πατρίδα τους, αλλά είναι πολλοί όσοι εκφράζουν την πεποίθηση ότι οι Χριστιανοί έχουν εγκαταλείψει κάθε ελπίδα επιστροφής. 

Παρ’ όλα αυτά, οι οργανώσεις σημειώνουν ότι «πολλοί απ’ όσους παραμένουν στις χώρες τους, θέλουν να παίξουν τον δικό τους ρόλο στην ανοικοδόμηση των θρυμματισμένων κοινωνιών στο Ιράκ και στη Συρία. Επιθυμούν να θεωρούνται ως πολίτες της Συρίας και του Ιράκ, απολαμβάνοντας όλα τα δικαιώματα του πολίτη, όπως την ισονομία και την πλήρη προστασία του δικαιώματος στην ελευθερία της θρησκευτικής έκφρασης, συμπεριλαμβανομένης και της δυνατότητας στον καθένα στην ελεύθερη λατρεία, άσκηση, διδασκαλία, επιλογή και αλλαγή της θρησκείας του. Δεν ζητούν ειδικά προνόμια ως θρησκευτική μειονότητα.

AΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗΣ ΟΜΑΔΑΣ «ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΧΡΙΣΤΟΥ» ΓΙΑ ΤΙΣ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΙΚΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΕΤΟΥΣ 2020 ΚΑΙ 2021.

blog counter Αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί «ο Χριστός είη εν τω μέσω ημών». Ευχαριστηριακές δοξολογίες οφείλουμε στον «ενανθρωπήσαντα» Θεό μας...