blog counter
Πνευματικό προγεφύρωμα
Tού Μακ. Αρχιεπισκόπου Τιράνων και πάσης Αλβανίας Αναστασίου
Πηγή: Ιεραποστολικό βιβλίο τού Μακ. Αρχιεπισκόπου Τιράνων και πάσης Αλβανίας Αναστασίου: "Έως εσχάτου τής γης" σελ. 187 - 195.
|
Οι συνθήκες αυτές, (τού διωγμού τών Χριστιανών, που διαμορφώθηκαν στην Κίνα εξ' αιτίας τής εξάρτησης τών Ρωμαιοκαθολικών από τη Ρώμη), όπως ήταν φυσικό, παρέλυσαν και κάθε σχέδιο Ορθόδοξης Ιεραποστολής.
Η συνθήκη της Κιάκτα το 1727 μεταξύ Ρωσίας και Κίνας έλαβε πρόνοια για τη Ρωσική Ιεραποστολή του Πεκίνου. Η κινεζική Αυλή ανέλαβε να τροφοδοτήσει και να εξασφαλίσει τη διαμονή μιας ομάδας, η οποία αποτελείτο από τέσσερις μόνιμους κληρικούς και έξι σπουδαστές, των οποίων βασικό έργο θα ήταν η επιστημονική μελέτη που θα οδηγούσε σε μια καλύτερη κατανόηση του πολιτισμού των δύο λαών. Επίσης είχε προβλεφθεί η ανέγερση ενός ναού στην αυλή της Ρωσικής Πρεσβείας, στην οποία η Ορθόδοξη πίστη ήταν ελεύθερη (άρθρο 5). Αυτές οι συμφωνίες είχαν ιδιαίτερη σημασία, λαμβανομένου υπόψη ότι την εποχή εκείνη ο διωγμός εναντίον των ρωμαιοκαθολικών βρισκόταν σε έξαρση.
Στη συνθήκη της Κιάκτα δεν γίνεται λόγος για την Εκκλησία των Αλμπαζινών. Μπορεί αυτό να ήταν ένας έμμεσος τρόπος απλώς για να τους απαγορεύσουν να βρίσκονται μέσα στην Πρεσβεία. Ίσως οι Ρώσοι να ήθελαν να διαφοροποιηθούν από τους Αλμπαζινούς, τους οποίους δεν εκτιμούσαν ιδιαιτέρως. Μετά από τις εξελίξεις αυτές, το 1727, στο Πεκίνο υπήρχαν δύο Ορθόδοξοι πυρήνες. Ο επίσημος, στο Να-Κουάν, και ο άλλος, των Αλμπαζινών, στο Πέι-Κουάν, όμως οι σχέσεις τους δεν ήσαν αρχικά πολύ καλές. Ο επικεφαλής της Ιεραποστολής Αντόνι Πλατκόβσκι προσπάθησε να διαλύσει την κοινότητα των Αλμπαζινών, αλλά δεν το πέτυχε λόγω της αντιστάσεως του γέροντα μοναχού Λαυρέντι, ο οποίος βρισκόταν εκεί από τις ημέρες της πρώτης Ιεραποστολής. Ο Λαυρέντι αρνήθηκε να πάει στη Ρωσική Πρεσβεία και έμεινε με τους Αλμπαζινούς, μαζί με τους οποίους ξανάκτισε τον παλαιό ναό που είχε καταστραφεί από σεισμό το 1730.18
Γενικά, η ιεραποστολική δραστηριότητα των Ρώσων ήταν περιορισμένη. Ο Πλατκόβσκι το 1732 ανέφερε στην Ιερά Σύνοδο ότι από τον Μάρτιο του 1731 βαπτίσθηκαν 25 Κινέζοι. Αργότερα, υπό την ηγεσία του Αμβροσίου Γιουμάτοβς υπήρξε κάποια αναγέννηση. Η κοινότητα των Αλμπαζινών, η οποία είχε αρχίσει να αφομοιώνεται στο κινεζικό θρησκευτικό περιβάλλον, οργανώθηκε και ενισχύθηκε πνευματικά και πολλοί Κινέζοι και Μαντζουριανοί βαπτίσθηκαν.19
Το ρωσικό ιεραποστολικό κλιμάκιο σπούδαζε την κινεζική και μαντζουριανή γλώσσα. Πολλοί Ορθόδοξοι κληρικοί έλαβαν τον τίτλο του μανδαρίνου και υποστηρίζονταν τόσο από τη Ρωσική όσο και από την Κινεζική κυβέρνηση20. Οι Ρώσοι κληρικοί, για να μην ερεθίσουν τον θρησκευτικό φανατισμό των Κινέζων, απέφυγαν την εμφανή Ιεραποστολική δράση. Έρχονταν ως επίσημοι φίλοι να σπουδάσουν τη νοοτροπία, την κοινωνική και πολιτιστική κατάσταση του κινεζικού λαού. Η μετριοπάθεια αυτή των Ορθοδόξων, η μόρφωση και η ευγένειά τους, τους έδινε μεγάλη άνεση κινήσεων και κατόρθωσαν να επικοινωνούν με διακεκριμένους πολίτες και να οδηγούν διακριτικά αρκετούς επισήμους στην πίστη, σε εποχή κατά την οποία ο Χριστιανισμός ήταν απαγορευμένη θρησκεία. Οι διωγμοί που κηρύσσονταν εναντίον των ρωμαιοκαθολικών δεν επεκτάθηκαν μέχρις αυτούς21.
Αντίθετα, η Κινεζική κυβέρνηση προσπάθησε να χρησιμοποιήσει τους Ορθοδόξους για την αντικατάσταση των Ιησουιτών και πρότεινε στα μέλη της Ρωσικής Ιεραποστολής να αναλογούν την επιστημονική τους εργασία στην αστρονομία, την ιατρική, τις φυσικές επιστήμες, τη μουσική. Οι Ρώσοι δεν έδειξαν κάποιο ενδιαφέρον γι' αυτό, ή μάλλον αρνήθηκαν αυτές τις προτάσεις χωρίς να εκτιμήσουν τις δυνατότητες οι οποίες προσφέρονταν, και έτσι άφησαν τους λαζαριστές να πάρουν τη θέση των Ιησουιτών μετά τη διάλυση του τάγματός τους (1773)22.
Οι σχέσεις μεταξύ Ορθοδόξων και ρωμαιοκαθολικών Ιεραποστόλων υπήρξαν μάλλον φιλικές, τόσο ώστε η Ρωσική Εκκλησία χρειάσθηκε να συστήσει στους Ιεραποστόλους της περισσότερη προσοχή στις επαφές τους με τους Ιησουίτες. Στην περίοδο των διωγμών του 19ου αιώνα, όπως αναγνωρίζουν οι ρωμαιοκαθολικοί, οι Ορθόδοξοι του Πεκίνου προσέφεραν σημαντικές υπηρεσίες στη δυτική Ιεραποστολή23.
Χαρακτηριστική είναι η εξής περίπτωση: Όταν ο τελευταίος ρωμαιοκαθολικός Ιεραπόστολος, ο λαζαριστής Επίσκοπος Pires, απεβίωσε το 1838, «κληροδότησε» όλη την περιουσία της ρωμαιοκαθολικής Ιεραποστολής στον Ρώσο αρχιμανδρίτη. Αρχικά, η κινεζική κυβέρνηση κατέσχεσε την περιουσία, αλλά ο Ρώσος Ιεραπόστολος πέτυχε να την επανακτήσει ύστερα από επίμονες προσπάθειες. Το 1860, μεγαλόθυμα την επέστρεψε στη νέα ρωμαιοκαθολική Ιεραποστολή24.
Η Ρωσική Ιεραποστολή του Πεκίνου ήταν μια Ορθόδοξη εστία, που ακτινοβολούσε μυστικά μέσα στο πολιτικό κέντρο της Κίνας. Οι στενές σχέσεις των Ιεραποστόλων με τη Ρωσική Πρεσβεία και με τη Ρωσική πολιτική συνιστούσαν ένα μεγάλο πλεονέκτημα όσο και μειονέκτημα. Δεν γνωρίζουμε ποιές ακριβώς ελπίδες έτρεφαν για το μέλλον οι Ρώσοι κληρικοί. Ίσως η ανάμνηση του εκχριστιανισμού φυλών και λαών, δια της μεταστροφής των ηγεμόνων τους, να αποτελούσε τη μυστική τους προσδοκία κατά τη μακροχρόνια αναμονή τους. Καθώς όμως απέδειξαν τα πράγματα, οι Ρώσοι υπήρξαν πολύ διστακτικοί στην προσπάθεια του ευαγγελισμού των Κινέζων —προφανώς και λόγω ποικίλων πολιτικών δεσμεύσεων25. Γι' αυτό και δεν έχουμε αξιόλογη Ιεραποστολική δράση, εκτός από τη διατήρηση ενός μικρού Ορθόδοξου πυρήνα, τον οποίο ουσιαστικά αποτελούσαν οι απόγονοι των Αλμπαζινών. Η μεγάλη προσφορά των Ορθοδόξων Ιεραποστόλων του Πεκίνου περιορίσθηκε επί δυο σχεδόν αιώνες σε επιστημονική μελέτη και παραγωγή26.
Η Ρωσική Ιεραποστολή στο Πεκίνο υπήρξε σημαντική κυρίως στο επιστημονικό, φιλολογικό πεδίο, για τη γνωριμία της Κίνας στη Ρωσία. Ήδη κατά τον 18ο αιώνα, έδωσε στη Ρωσική επιστήμη πολλούς ανατολιστές, όπως οι Λ. Κ. Ραζλόχιν, Α. Γκ. Βλαντίκιν και Α. Λ. Λεοντίεβ. Ιδιαιτέρως στον 19ο αιώνα, διακρίθηκε για την προσφορά μεγάλου αριθμού επιστημόνων στη σινολογία, όπως ο Υάκινθος Μπιχούριν (1777-1853), ο οποίος αργότερα έγινε μέλος της Ρωσικής Ακαδημίας Επιστημών και της «Ασιατικής Εταιρείας» στο Παρίσι —πολλά έργα του Μπιχούριν μεταφράσθηκαν στα γερμανικά, γαλλικά, αγγλικά. Επίσης ο Π. Καμένσκιι (1773-1845), διάδοχος του Μπιχούριν στην ηγεσία της Ιεραποστολής, ο Ι. Ι. Ζαχάρωφ (1814-1885), ο Β. Π. Βασίλιεβ (1818-1900) και ο πιο επιφανής από όλους Πέτρος Ιβάνοβιτς Καφάρωφ (1817-1878), γνωστός ως Παλλάδιος, στον οποίο οφείλεται το μέγα Ρωσοκινεζικό Λεξικό καθώς επίσης και μία τεράστια φιλολογική παραγωγή27.
Σημειώσεις:
18. J, Glazik, μν. έργ., σ. 57-58.
19. J, Glazik, μν. έργ., σ. 59.
21. Ένα κείμενο του 1857 σημειώνει ότι «απολάμβαναν (ως μέλη της διπλωματικής αποστολής της Ρωσίας) πλήρη ελευθερία κινήσεων και επικοινωνίας με τους διακεκριμένους κατοίκους. Η καταδίωξη που παρατηρήθηκε στη ρωμαιοκαθολική ιεραποστολή ουδέποτε επεκτάθηκε μέχρι αυτούς και μπροστά από τον σταθμό των εμπορευόμενων της μέχρι σήμερα φρουρεί μία τιμητική κινεζική φρουρά. Ουδέποτε εμφανίσθηκαν ως Ιεραπόστολοι» (C. Abel - F. A. Meckleburg, Arbeiten der Kaiserlich Russischen Gesandtschaft zu Peking über China, seine Volk seine Religion, seine Institutionen, τόμ. II, Berlin 1858, Vorwort, στο J. Glazik, μν. έργ., σ. 169). Ο J. Gl. μετριάζει την κατηγορηματικότητα της τελευταίας προτάσεως.
22. J, Glazik, μν. έργ., σ. 61.
23. J. Glazik, μν. έργ., σ. 61.
25. Ο K. S. Latourette σημειώνει χαρακτηριστικά ότι η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία «εισήλθε στην Κίνα αρχικά σε στενότατη σχέση με τη Ρωσική κυβέρνηση και πραγματικά ως όργανό της» (μν. έργ., σ. 34). Υπάρχουν πληροφορίες ότι η Ρωσική κυβέρνηση, για λόγους πολιτικής σκοπιμότητος, γενικώς δεν ευνοούσε, και μερικές φορές απαγόρευε, κάθε προσπάθεια προσηλυτισμού μεταξύ των Κινέζων (Επισκόπου Ιννοκεντίου Φιγκουρόφσκυ, The Chinese Recorder, Foochow, τόμ. XlVIII, σ. 678-679, στο K. S. Latourette, μν. έργ., τόμ. VI, σ. 294). Εννοείται όμως ότι και οι δυτικές ιεραποστολές δεν ήσαν καθόλου ανεξάρτητες πολιτικά. Συχνότατα, ίσως μόνο με μεγαλύτερη επιδεξιότητα, έγιναν όργανα πολιτικών σκοπιμοτήτων των μεγάλων Ευρωπαϊκών Δυνάμεων στην Κίνα, εξ ου και η φοβερή αντίδραση των Κινέζων. Αλλά επίσης εξυπηρετήθηκαν, και σε ορισμένες περιπτώσεις σώθηκαν, με πολιτικές επεμβάσεις (βλέπε αν. σημ. 17).
26. «Μόνο στην επιστημονική της συμβολή στην ερμηνεία της Κίνας στη Ρωσία, υπήρξε η Ρωσική Ιεραποστολή πραγματικά αξιοσημείωτη» (K. S. Latourette, A History of Christian Missions in China, N. York 1929, σ. 825).
Είναι αξιοπρόσεκτο ότι κατά τη μετάφραση των ιερών κειμένων έδειξαν μεγάλη προσαρμογή στην κινεζική νοοτροπία. Χρησιμοποίησαν π. Χ. Το «λάμα» για τον κλήρο, και για τον Θεό και την Εκκλησία παλαιούς κινεζικούς και βουδδιστικούς όρους (Nad. Gorodetzky, μν. έργ., σ. 404). Ορισμένοι από τους Ιεραποστόλους αναδείχθηκαν μεταξύ των διασημοτέρων σινολόγων.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου