blog counter
Σε σύγκριση με άλλα κεφάλαια της ιστορίας της νεοελληνικής
Διασποράς, η εξέλιξη των Πατριαρχείων Ιεροσολύμων και Αντιοχείας ως “ιδιότυπων”,
ίσως, φορέων του Ελληνισμού παρουσιάζει αρκετές και σημαντικές ιδιαιτερότητες.
Καταρχάς τα
Πατριαρχεία αυτά είχαν δυσανάλογα μεγαλύτερο ρόλο στην κοινωνική, θρησκευτική
και πολιτιστικήζωή της περιοχής σε σύγκριση με τις εκεί ελληνικές κοινότητες.
Γι’ αυτό και η μακροβιότητα και ανθεκτικότητά τους τα κατέστησαν βασικούς
παράγοντες στη διαμόρφωση τηςιστορίας της Μέσης Ανατολής. Αντίθετα, οι
ελληνικές κοινότητες, που ήταν και παραμένουν μικρές πληθυσμιακά, βρίσκονταν
μάλλον στο περιθώριο της κοινωνικής και οικονομι-κής ζωής των περιοχών όπου
ζούσαν και αποτελούσαν προέκταση των ελλαδικών, κυρίως,επιχειρηματικών
δραστηριοτήτων, χωρίς να εξελιχθούν σε αυτοδύναμους φορείς δραστη-ριότητας,
ενταγμένους στο πλέγμα της τοπικής κοινωνίας και οικονομίας. Επίσης δεν
αποτέλεσαν σε καμία στιγμή της σύγχρονης ιστορίας εναλλακτικό, ως προς τα
Πατριαρχεία, πόλο του Ελληνισμού και της ελληνικής επίδρασης στην περιοχή. Δεν
είχαν π.χ. σεκαμία φάση της ιστορίας τους τη δυνατότητα ανάπτυξης παράλληλης
προς τις ελληνικέςκοινότητες της Αιγύπτου. Τέλος, τις περισσότερες φορές οι
κοινότητες αυτές ήταν στενάπροσδεδεμένες στις ελληνικές διπλωματικές αρχές
(προξενεία Καΐρου, Ιεροσολύμων κ.λπ.) χωρίς αυτόνομη παρουσία.
Tο Πατριαρχείο
Ιεροσολύμων
Η ιστορία του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων χαρακτηρίζεται από
την προσπάθειά τουνα εξασφαλίσει το μεγαλύτερο δυνατό βαθμό αυτονομίας έναντι
των τοπικών κρατικών αρχών (μουσουλμανικών, οθωμανικών, βρετανικών, ιορδανικών
ή ισραηλινών). Με άλλαλόγια το Πατριαρχείο επέλεγε να ακολουθήσει –ή
τουλάχιστον να μην εναντιωθεί– στην κρατική πολιτική, προκειμένου να διατηρήσει
το δικό του “χώρο” ακέραιο από κρατικέςεπεμβάσεις. Στην περίπτωση του
Πατριαρχείου των Ιεροσολύμων, ο “χώρος” αυτός ήταν τα δικαιώματά του ως
κατέχοντος και φύλακα των περισσότερων Ιερών Προσκυνημάτων των Αγίων Τόπων.Το
Πατριαρχείο είναι οργανωμένο ως Μονή και διοικείται από την Αδελφότητα τουΠαναγίου
Τάφου (Αγιοταφική Αδελφότητα). Ηγούμενος της Αγιοταφικής Αδελφότητας εί-ναι και
ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων. Ο μοναστικός αυτός χαρακτήρας δεν επέτρεπε για
αι-ώνες τη συμμετοχή των λαϊκών στη διοίκηση του Πατριαρχείου ή την εκλογή
Πατριάρχη.Πρέπει, εδώ, να υπογραμμιστεί ότι ενώ η ιεραρχία του Πατριαρχείου
είναι πλήρως ελληνό-φωνη και προέρχεται από τη βυζαντινή και μεταβυζαντινή
παράδοση τουΓένους των Ρωμαίων , οι ορθόδοξοι πληθυσμοί της Παλαιστίνης, που
εκπροσωπούνται από το Πατριαρ-χείο, είναι αραβόφωνοι.
Ο χαρακτήρας της ισλαμικής κατάκτησης, δηλαδή η ανοχή
προςτις θρησκείες του ιουδαϊσμού και του χριστιανισμού και η οργάνωση των
“millet” με αρχηγούς τους προκαθήμενους των αντίστοιχων εκκλησιών (στην
περίπτωση των Ορθοδόξων ο Πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης) συνέβαλαν στη διατήρηση
της βυζαντινής παράδοσης και της ελληνικής γλώσσας. Κατά τη διάρκεια, λοιπόν,
της οθωμανικής κυριαρχίας το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων θα συνδεθεί ακόμα πιο
στενά με το Οικουμενικό της Κωνστα-ντινούπολης. Το γεγονός αυτό θα το βοηθήσει
να αξιοποιήσει και τον κόσμο των Φαναριωτών στην προώθηση διαφόρων ζητημάτων
του σε σχέση με την οθωμανική διοίκηση καιγραφειοκρατία.
Ο 19ος αιώνας αποτέλεσε κρίσιμη περίοδο στην ιστορική πορεία
του Πατριαρχείου των Ιεροσολύμων. Κατά τη διάρκειά του σημειώνονται τέσσερεις
βασικές εξελίξεις. Πρώτον, η ανάπτυξη της ρωσικής επιρροής και δράσης στον χώρο
της ορθόδοξης Μέσης Ανατολής·
Δεύτερον, η διαφοροποίηση των αράβων ορθοδόξων από την
ελληνική Αγιοταφική Αδελφότητα·
Τρίτον, η επαναφορά της έδρας του Πατριάρχη στα Ιεροσόλυμα·
Τέταρτον,η αποδυνάμωση του Οικουμενικού Πατριαρχείου με την
ανάπτυξη των βαλκανικών εθνικισμών και την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους. Η
σύγκρουση μεταξύ της ελληνικής Αδελφότητας και του αραβικού της ποιμνίου έδωσε
τη δυνατότητα να εκδηλωθεί σημαντικό ρεύμα ενός πρωτογενούς αραβικού εθνικισμού
ανάμεσα στους αραβόφωνους ορθοδόξους, ο οποίος θα αποτελέσει και το προοίμιο
για την ένταξη της ορθόδοξης αραβικής διανόησης στο κίνημα του παλαιστινιακού
αραβικού εθνικισμού που εκδηλώθηκε στις δεκαετίες του 1920 και του 1930.
Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος θα φέρει νέα δεδομένα. Πρώτον, τη
διάλυση της Οθωμα-νικής και της Ρωσικής Αυτοκρατορίας·δεύτερον, την ανάδειξη
της Βρετανίας ως κυρίαρχηςδύναμης στην Παλαιστίνη, την Αίγυπτο και το Ιράκ, και
της Γαλλίας στη Συρία·τρίτον, τηδημιουργία της Εβραϊκής Εθνικής Εστίας στην
Παλαιστίνη και την ανάπτυξη της ΕβραϊκήςΕταιρείας (Jewish Agency), που
προετοίμασαν την ίδρυση εβραϊκής κρατικής οντότηταςστην Παλαιστίνη και
τέταρτον, την ανάδειξη της Ελλάδας ως περιφερειακής δύναμης έωςτο 1922 και την
αναγνώριση της Αθήνας ως του μοναδικού μητροπολιτικού κέντρου τουΕλληνισμού
μετά την πλήρη αποδυνάμωση του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Το ίδιο τοΠατριαρχείο
Ιεροσολύμων είχε να αντιμετωπίσει και τεράστιες οικονομικές δυσχέρειες,αφού
έχασε το μεγαλύτερο μέρος των πηγών προσόδων του που ήταν μονές, γαίες και
γενι-κότερα ιδιοκτησίες που βρίσκονταν στη Ρουμανία και τη Σοβιετική, κατόπιν
πια, Ρωσία.Το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου και ο τερματισμός της βρετανικής
εντολήςδημιούργησαν νέα ζητήματα και νέους παράγοντες στη ζωή του Πατριαρχείου.
Το πρώτοήταν ο χαρακτήρας της Ιερουσαλήμ. Σύμφωνα με την απόφαση των Ηνωμένων
Εθνών, το1947, στην πρώην υπό βρετανική εντολή Παλαιστίνη δημιουργούνταν ένα
εβραϊκό κράτος, το Ισραήλ, και ένα αραβικό παλαιστινιακό κράτος. Η ευρύτερη
περιοχή της Ιερουσα-λήμ και η Ναζαρέτ, δηλαδή η περιοχή των Αγίων Τόπων, θα
βρίσκονταν υπό διεθνή έλεγ-χο, υπό τον Ύπατο Αρμοστή του ΟΗΕ, ενώ τα ζητήματα
που θα ανέκυπταν, θα εκδικάζο-νταν από διεθνές διαιτητικό δικαστήριο.Το
ελληνορθόδοξο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων ήταν επιφυλακτικό απέναντι στιςπροτάσεις
και τις αποφάσεις για το διεθνή χαρακτήρα της Ιερουσαλήμ. Πίστευε ότι τοισχυρό
στη διεθνή διπλωματία Βατικανό θα εξασφάλιζε τα κατάλληλα ερείσματα και
θαήλεγχε ή θα επηρέαζε τα διεθνή διοικητικά και δικαστικά όργανα υπέρ των
ρωμαιοκαθολι-κών συμφερόντων στους Αγίους Τόπους. Οι απόψεις του Πατριαρχείου βρίσκονταν
εκεί-νη την στιγμή εγγύτερα στις απόψεις του νεότευκτου κράτους του Ισραήλ, που
ήθελε γιαδικούς του λόγους να αποτρέψει τη διεθνοποίηση της Ιερουσαλήμ.Ο
πόλεμος μεταξύ Αράβων και Ισραηλινών το 1967 και η κατάληψη της
ανατολικήςΙερουσαλήμ και της Δυτικής Όχθης του Ιορδάνη από το Ισραήλ άλλαξαν
εντελώς το σκη-νικό. Δύο βασικοί παράγοντες ήρθαν να βάλουν σε δοκιμασία τον
τρόπο με τον οποίο λει-τουργούσε το Πατριαρχείο κατά τους τελευταίους αιώνες.
Πρώτον, η πολιτική του Ισραήλγια όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ανάπτυξη του
εβραϊκού-ισραηλινού χαρακτήρα της Ιερου-σαλήμ και της ευρύτερης περιοχής, και,
δεύτερον, η μετά το 1988 εξέγερση των Παλαι-στίνιων στα κατεχόμενα από το
Ισραήλ εδάφη (Ιντιφάντα).
Σε κάθε περίπτωση, η πορεία του ελληνορθόδοξου Πατριαρχείου
απορρέει από τον κεντρικό ρόλο του ως θεματοφύλακα των δύο τρίτων των
χριστιανικών Αγίων Τόπων καιτης Εκκλησίας, με το μεγαλύτερο ποίμνιο στην
ιστορική Παλαιστίνη και συγκεκριμένα την Ιερουσαλήμ. Σε οποιοδήποτε πολιτικό
διακανονισμό μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστίνιων,ιστορικοί μη-κυβερνητικοί θεσμοί,
όπως είναι το ελληνορθόδοξο Πατριαρχείο της Ιερου-σαλήμ, που δεν έχει καμία
πολιτική διασύνδεση είτε με το κράτος του Ισραήλ είτε με την Παλαιστινιακή
Αρχή, είναι σε θέση να παίζουν το ρόλο γέφυρας, διατηρώντας την ενότη-τα της
Ιερής Πόλης.
Το Πατριαρχείο
Αντιοχείας
Κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας το Πατριαρχείο
Αντιοχείας έχασεικανό μέρος της εμβέλειάς του, αφού επικεφαλής όλης της
κοινότητας (millet) των ορθο-δόξων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ορίστηκε ο Πατριάρχης
Κωνσταντινουπόλεως. Αλλά και η πόλη της Αντιόχειας παρήκμασε. Ύστερα, μάλιστα,
από τον καταστρεπτικό σει-σμό του 1531 η έδρα του Πατριαρχείου μεταφέρθηκε
οριστικά στη Δαμασκό.Το Πατριαρχείο είχε κι αυτό κατά πλειοψηφία άραβες
πιστούς, αν και σε αντίθεση με το Πατριαρχείο των Ιεροσολύμων είχε και μεγάλο
αριθμό ελληνόφωνων ορθοδόξων στην περιοχή της σημερινής Nοτιοανατολικής Τουρκίας.
Χάρη στην επίδραση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, στο θρόνο του Πατριάρχη εκλέγονταν
έλληνες αρχιερείς. Το βασικό, όμως, χαρακτηριστικό του Πατριαρχείου Αντιοχείας
ήταν η ύπαρξη ικανού αριθμού αράβων επισκόπων και μητροπολιτών, που αποτελούσαν
την πλειοψηφία της Ιεράς Συνόδου. Ήταν, πάντως, τόσο μεγάλη η επιρροή του
Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντι-νουπόλεως, ώστε ώς το 1899 η αραβική
πλειοψηφία να μην μπορεί να εκλέξει ένα μέλοςτης στο θρόνο της Αντιόχειας.
Πατριάρχες εκλέγονταν συνήθως μέλη της Αγιοταφικής Αδελφότητας, δηλαδή από το
Πατριαρχείο των Ιεροσολύμων.Στον 19ο αιώνα οι πολιτικές αλλαγές δημιούργησαν
τις προϋποθέσεις για την αλλαγή του σκηνικού στην κορυφή του Πατριαρχείου. Η
ελληνική επανάσταση του 1821, η δημιουργία του ελληνικού κράτους και η
γενικότερη ανάπτυξη του εθνικισμού στη Βαλκανική οδήγησαν στη μείωση της επιρροής
του Οικουμενικού Πατριαρχείου ως ηγετικού πόλου των Ορθοδόξων στην Οθωμανική
Αυτοκρατορία. Δεύτερον, η ρωσική επιρροή που αναπτύχθηκε στην ορθόδοξη Εγγύς
Ανατολή, και τρίτον, η συγκρότηση ισχυρών κοινωνικών ηγετικών ομάδων των αράβων
Ορθοδόξων στη Βηρυτό και τη Δαμασκό είχαν ως αποτέλεσμα να εκλεγεί άραβας
Πατριάρχης στο δαμασκηνό θρόνο. Ο Μελέτιος, άραβας επίσκοπος της Λατάκειας
(Λαοδικείας), εκλέχτηκε Πατριάρχης Αντιοχείας το 1899.Παρά τον αραβικό του
χαρακτήρα, το Πατριαρχείο Αντιοχείας διατηρεί τους στε-νούς δεσμούς του με το
Οικουμενικό Πατριαρχείο και κυρίως με την Εκκλησία της Ελλά-δας. Το Ορθόδοξο
Πανεπιστήμιο του Balamand συντηρεί και προσπαθεί να αναπτύξειτους δεσμούς
αυτούς. Στενές σχέσεις επίσης έχουν αναπτυχθεί μεταξύ του θρόνου της Αντιοχείας
και του ρωσικού Πατριαρχείου.
νουπόλεως, ώστε ώς το 1899 η αραβική πλειοψηφία να μην μπορεί να εκλέξει ένα μέλοςτης στο θρόνο της Αντιόχειας. Πατριάρχες εκλέγονταν συνήθως μέλη της ΑγιοταφικήςΑδελφότητας, δηλαδή από το Πατριαρχείο των Ιεροσολύμων.Στον 19ο αιώνα οι πολιτικές αλλαγές δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για την αλλα-γή του σκηνικού στην κορυφή του Πατριαρχείου. Η ελληνική επανάσταση του 1821, ηδημιουργία του ελληνικού κράτους και η γενικότερη ανάπτυξη του εθνικισμού στη Βαλκα-νική οδήγησαν στη μείωση της επιρροής του Οικουμενικού Πατριαρχείου ως ηγετικού πό-λου των Ορθοδόξων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Δεύτερον, η ρωσική επιρροή πουαναπτύχθηκε στην ορθόδοξη Εγγύς Ανατολή, και τρίτον, η συγκρότηση ισχυρών κοινωνι-κών ηγετικών ομάδων των αράβων Ορθοδόξων στη Βηρυτό και τη Δαμασκό είχαν ως απο-τέλεσμα να εκλεγεί άραβας Πατριάρχης στο δαμασκηνό θρόνο. Ο Μελέτιος, άραβας επί-σκοπος της Λατάκειας (Λαοδικείας), εκλέχτηκε Πατριάρχης Αντιοχείας το 1899.Παρά τον αραβικό του χαρακτήρα, το Πατριαρχείο Αντιοχείας διατηρεί τους στε-νούς δεσμούς του με το Οικουμενικό Πατριαρχείο και κυρίως με την Εκκλησία της Ελλά-δας. Το Ορθόδοξο Πανεπιστήμιο του Balamand συντηρεί και προσπαθεί να αναπτύξειτους δεσμούς αυτούς. Στενές σχέσεις επίσης έχουν αναπτυχθεί μεταξύ του θρόνου τηςΑντιοχείας και του ρωσικού Πατριαρχείου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου