blog counter
[
20 Φεβρουαρίου 2
Το «Bogoslov.Ru» δημοσιεύει την έκθεση του καθηγητή της Θεολογικής Ακαδημίας της Μόσχας και του Ορθοδόξου Ανθρωπιστικού Πανεπιστημίου του Αγίου Τύχωνα, ιερέα Δημητρίου Πασκόφ, που κατέθεσε κατά τη διάσκεψη « στην 90 η επέτειο από την αποκατάσταση του Πατριαρχείου στη Ρωσική Εκκλησία» (Μόσχα, 11 Οκτωβρίου 2007). Η έκθεση ασχολείται με τη δομή του πατριαρχείου, ως ένα σύστημα εδαφικής διοίκησης της Εκκλησίας στην «υποδειγματική», για το εκκλησιαστικό δίκαιο, εποχή των Οικουμενικών Συνόδων. Έχοντας ορίσει το «κλασικό» είδος του πατριαρχείου, ο συγγραφέας προσπαθεί να αξιολογήσει την κατάσταση διαχειρίσεως της Ρωσικής Εκκλησίας στις Μοσχοβιτική, Συνοδική και νεώτερη περιόδους της ιστορίας της.
Ορισμένοι ερευνητές των κανόνων, αρχίζοντας από υστεροβυζαντινούς σχολιαστές και τελειώνοντας με συγχρόνους μας, διακρίνουν πατριαρχεία με τα τυπικά γνωρίσματά τους ήδη στις αρχές του Δ' αιώνα[1]. Είναι ένας πρόδηλος αναχρονισμός, διότι Πατριαρχεία σ'αυτά τ α χρόνια δεν υπήρχαν.
Όπως είναι γνωστό, η Σύνοδος της Νικαίας, τακτοποιώντας την εδαφική διοίκηση της αυτοκρατορικής Εκκλησίας, πήρε μόνο το χαμηλότερο, επαρχιακό επίπεδο διαίρεσης της Αυτοκρατορίας. Κάθε επαρχία - το ελληνικό ισοδύναμο του όρου είναι η επισκοπή, ἐπαρχία[2] - είχε την κύρια πόλη, τη Μητρόπολη (ἡ μητρόπολις). Σύμφωνα με τους 4 ο και 5 ο κανόνες της Νικαίας, οι επίσκοποι, διαμένοντες στις μητρόπολεις, έλαβαν τίτλο μητροπολιτών (οἱ μητροπολίται). Ο μητροπολίτης είχε δικαίωμα να εγκρίνει την εκλογή και να χειροτονήσει νέο επίσκοπο[3], ενώ τον προηγούμενο αιώνα η άποψη του πρώτου απλώς λαμβάνονταν υπόψη, αλλά δεν προκαθόριζε τη χειροτονία. Οι άλλοι επίσκοποι, μέλη κάθε επαρχίας, υποτασσόμενοι στο μητροπολίτη, αργότερα(Γ' η Οικουμ. Σύν.β΄κανόνας) ορίζονταν με τον όρο « ἐπαρχιῶται ἐπίσκοποι»[4] Στα μέσα του Δ΄αιώνα υπήρχαν περίπου εκατό επαρχίες -επισκοπές και κάθε μια απ'αυτές είχε πλήρη αυτάρκεια και , ως ανεξάρτητη στην εσωτερική διοίκηση, αντικαθιστούσε τις χηρεύουσες καθέδρες και έλυνε ευρεία σφαίρα εσωτεριικών προβλημάτων σε τακτικές, - δύο φορές το χρόνο - Επισκοπικές Συνόδους. Έτσι, ο μεγαλύτερος θρησκευτικός τίτλος, που συνδεόταν με τα ειδικά διοικητικά καθήκοντα (έγκριση επισκοπικών χειροτονιών, η πραγματοποίηση τακτικών συνόδων), από εκείνη την εποχή έγινε ο τίτλος του «μητροπολίτη». Στον 6- ο κανόνα αναφέρονται τρεις καθέδρες που είχαν σταθερό κύρος σε σχετικά μεγάλη περιοχή, που αποτελούνταν όχι από μια, αλλά από μερικές επαρχίες. Πρόκειται για μια σειρά Αιγυπτιακές επαρχίες με κέντρο την Αλεξάνδρεια, για την Ιταλία με τη Ρώμη επικεφαλής και για τις επαρχίες της Συρίας, την Αντιόχεια. Η δομή της διαχείρισης των περιοχών αυτών έμεινε ίδια, δηλαδή είχε δυο επίπεδα, το μόνο χαρακτηριστικό αυτών των εκκλησιών ήταν το «πολυεπαρχιακό» τους έδαφος, αντί το «μονοεπαρχιακό» για όλους τους άλλους μητροπολίτες. Με άλλα λόγια, αυτοί οι τρεις κανόνες εγκρίνουν για κάθε ανώτερο επίσκοπο την εξουσία επί μίας, ή «κατά αρχαία παράδοση», επί μερικών (Αλεξανδρεία, Ρώμη, Αντιοχεία) πολιτικών επαρχιών. Αναμφισβήτητα, οι τρεις τελευταίες καθέδρες υψώνονταν πάνω από τις άλλες με το κύρος τους και με το μέγεθος του χώρου, αλλά δεν ήταν κλασικά πατριαρχεία. Η σπουδή, με την οποία ορισμένοι ερευνητές είναι έτοιμοι να δούνε σ' αυτούς τους κανόνες την αναφορά στα καθιερωμένα πατριαρχεία, εξηγείται με τη μηχανική μεταφορά απ'αυτούς σ' εκείνη την εποχή των συνθηκών και των θεσμών των επομένων αιώνων.
Η απόδειξη ότι οι πατέρες της Νικαίας δεν ήθελαν να καταστρέψουν τον έκτο κανόνα στο μόλις προ ολίγου σχηματισθέν σύστημα αυτοκεφαλικών επαρχιών, βρίσκεται στον επόμενο, 7 ο κανόνα: «Εφόσον καθιερώθηκε συνήθεια και αρχαία παράδοση να δίνουμε την τιμή σε επίσκοπο της Αέλιας- ας απολαύει αυτά, τα οποία συνεπάγεται αυτή η τιμή, διατηρώντας παράλληλα την αξιοπρέπεια της μητρόπολης "[5]. Ο κανόνας, από τη μία πλευρά, ξεχωρίζει την Αέλια -Ιερουσαλήμ μεταξύ άλλων επαρχιακών πόλεων της Παλαιστίνης, λόγω της εξαιρετικής θέσης αυτής της πόλης στη χριστιανική παράδοση, από την άλλη πλευρά, ο κανόνας επιβεβαιώνει ακόμη και για αυτήν την επαρχία τα προνόμια της πολιτικής πρωτεύουσας- Καισαρείας-στις εκκλησιαστικές υποθέσεις. Έτσι, οι Πατέρες της Συνόδου δεν κάνουν εξαιρέσεις από το σύστημα που ενέκριναν, ακόμη και για την Ιερουσαλήμ. Το δίκτυο των επαρχιακών εκκλησιών είχε σχεδιαστεί από τους πατέρες της Νικαίας , προφανώς, ως ένα πολύ σταθερό σύστημα πλήρως αυταρκών, δηλαδή αυτοκεφαλικών, εκκλησιών. Όπως θα φανεί στο μέλλον, τέτοιο θα παραμείνει στους επόμενους αιώνες, παρά την εμφάνιση πατριαρχών.
Τώρα, όσον αφορά τη νομοθεσία της Β' Οικουμενικής Συνόδου ας υπενθυμίσουμε, ότι έλαβε χώρα κατά το 381 στην Κωνσταντινούπολη και εκτός από τα δογματικά ζητήματα που είχε, έπρεπε να λύσει και καθαρά κανονικά.
Ιστορικοί των πατριαρχείων στρέφονται με ιδιαίτερη προσοχή στο 2 ο κανόνα, στον οποίο εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην εκκλησιαστική νομοθεσία η έννοια της «διοίκησης», δηλαδή το δεύτερο στάδιο της αστικής εδαφικής διαχείρισης, αποτελούμενο από μερικές επαρχίες. Ο κανόνας ορίζει ότι οι επίσκοποι που βρίσκονται εντός διοίκησης, δεν πρέπει να υπερβαίνουν τα σύνορά της και να διαταράσσουν εκκλησίες. «Αλλά σύμφωνα με τους κανόνες, περιγράφεται παρακάτω, ο επίσκοπος της Αλεξάνδρειας ας διευθύνει μόνο στην Αίγυπτο. Οι επίσκοποι της Ανατολής ας φροντίζουν για υποθέσεις μόνο της Ανατολής, με τη διατήρηση των πλεονεκτημάτων της Εκκλησίας της Αντιόχειας, που αναγνωρίστηκαν από κανόνες της Νικαίας.Οι επίσκοποι της διοίκησης της Ασίας να διοικούν μόνο στην Ασία, της διοίκησης του Πόντου - μόνο στον Πόντο, επίσκοποι της Θράκης - μόνο στη Θράκη. Χωρίς πρόσκληση οι επίσκοποι δεν πρέπει να υπερβαίνουν τα σύνορα της διοίκησής τους για να χειροτονήσουν ή για οποιοδήποτε άλλο εκκλησιαστικό θέμα. Εάν διατηρείται ο παραπάνω κανόνας για τις εκκλησιαστικές διοικήσεις, είναι σαφές ότι τις υποθέσεις της κάθε επαρχίας θα τακτοποιεί η Σύνοδος αυτής της επαρχίας, όπως ορίστηκε στη Νικαία "[6].
Ο άμεσος σκοπός του κανόνα είναι να υπενθυμίσει στους πάπες της Αλεξάνδρειας, κατά τη συνέχεια της αταξίας του Αρίου, τα ξεχασμένα από αυτούς όρια της δικαιοδοσίας τους, - τα σύνορα,που άρχιζαν να φαίνονται στους Αλεξανδρινούς πάρα πολύ μικρά γι αυτούς. Η Σύνοδος θέτει τους επισκόπους της Αλεξάνδρειας στην αρχική τους θέση, απορρίπτοντας το δικαίωμά τους να παρεμβαίνουν στις υποθέσεις των άλλων διοικήσεων[7]. Αλλά βασιζόμενη σ'αυτόν τον κανόνα, δεν μπορούμε να πουμε ότι, το 381 εμφανίστηκε το υψηλότερο, πάνω από επισκοπικό επίπεδο της διαχείρισης: θα ήταν αντίθετο με την τελευταία, πολύ σημαντική φράση αυτού του κανόνα: «είναι σαφές, ότι τις εργασίες κάθε επαρχίας θα πραγματοποιήσει η Σύνοδος ακριβώς αυτής της επαρχίας, όπως και καθορίστηκε στη Νίκαια. " Όλες οι εσωτερικές υποθέσεις: χειροτονίες, δικαστήριο, και ακόμη, ίσως, συζητήσεις για θέματα πίστης [8], θα πρέπε να πραγματοποιούνται σε τοπικές, επαρχιακές Συνόδους[9].
Έτσι,ο 2ος κανόνας της Συνόδου της Κωνσταντινουπόλεως δεν ιδρύει μόνο τα «πατριαρχεία», αλλά και τις «διοικήσεις», διότι πολύ σαφώς εγκρίνει τη διατήρηση του συστήματος των επισκοπών της Νικαίας και δεν επιτρέπει ασάφεια σχετικά με τις λειτουργίες των διοικήσεων[10].
Επιπλέον, η Σύνοδος της Κωνσταντινούπολης του 381 με τον 3 ο κανόνα παρείχε στην καθέδρα της πρωτεύουσας «το πλεονέκτημα της τιμής μετά τον επίσκοπο της Ρώμης, διότι αυτή η πόλη είναι η δεύτερη Ρώμη»[11]. Η Κωνσταντινούπολη, ως δεύτερη πρωτεύουσα, αποσύρθηκε πολύ νωρίς στην πολιτική διοίκησή της από το κοινό επαρχιακό σύστημα και καθοδηγείτο από ειδικό υπάλληλο με τον τίτλο praefectus urbi, όπως και η παλιά Ρώμη. Είναι προφανές, ότι και στις εκκλησιαστικές υποθέσεις η καθέδρα της πρωτεύουσας δεν έπρεπε να υπακούει στο μητροπολίτη της Ηρακλείας (Επισκοπή της Ευρώπης) - σ'αυτή δεν ίσχυε ο 4ος κανόνας της Συνόδου της Νικαίας. Όμως είναι λάθος σ' αυτόν τον κανόνα να θεωρεί κανείς ότι στην καθέδρα της Κωνσταντινούπολης δίνονται κάποια δικαιώματα εξουσίας, αλλά μιλάει πολύ καθαρά μόνο για τα πλεονεκτήματα τιμής. Ο κανόνας είναι μια απλή μεταφορά στο εκκλησιαστικό επίπεδο της πολιτικής θέσης της Κωνσταντινούπολης. Η νέα πρωτεύουσα θεωρούνταν «δεύτερη Ρώμη», από την ίδρυσή της, ακόμη και επίσημα είχε αυτό το όνομα. Όμως, αυτός ο κανόνας περιέχει όλες τις απαραίτητες προϋποθέσεις για να μεταφερθεί το πλεονέκτημα της τιμής της πρωτευουσιάνικης καθέδρας, που παρουσιάστηκε από πραγματικούς υπολογισμούς, στα ορισμένα προνόμια της εκκλησιαστικής εξουσίας, κατι που θα γίνει κατά την επόμενη δεκαετία.
Καθορισμένες από την εκκλησιαστική νομοθεσία για τον ένα ή τον άλλο λόγο, οι αναφερόμενες παραπάνω καθέδρες της Ανατολικής Αυτοκρατορίας, επίσης από το τέλος του Δ' αιώνα αρχίζουν να καθιερώνονται στις κοντινές μητροπολιτικές επαρχίες, στις περιοχές που θεωρούνταν δικές τους. Η εξουσία τους βασιζόταν στα πραγματικά περιστατικά της στιγμής, διότι δεν υπήρχαν κανόνες που τους επέτρεπαν να υπερκεράσουν τις μητροπόλεις, πρωτ' απ΄όλα σε ό τι αφορά στο δικαστήριο και τις χειροτονίες. Ο αγώνας ξεκίνησε πριν από τη ρύθμιση από την Εκκλησία των ύπερ- μητροπολιτικών δικαιωμάτων τους, αλλά τον επόμενο μισό αιώνα, η υπερ-μητροπολιτική εξουσία ορισμένων καθεδρών, σταδιακά, μεταμορφώνεται από πραγματική σε επίσημη και υποχρεωτική, και στη Σύνοδο της Χαλκηδόνας αποκτά νόμιμη αιτιολόγηση. Στα μέσα του Ε' αιώνα δημιουργείται μια μη ελεγχόμενη από τους εκκλησιαστικούς κανόνες κατάσταση, όταν μια σειρά από καθέδρες, οι προκαθήμενοι των οποίων αρχίζουν να τιτλοφορούνται «αρχιεπίσκοποι», έχουν ως στόχο να δημιουργήσουν ένα ακόμα υψηλότερο επίπεδο διοίκησης πέρα από τις υφιστάμενες μητρόπολεις. Λόγω της έλλειψης αναγκαίας νομικής ρύθμισης της εξουσίας αυτών των επισκόπων, καθώς και των ορίων της επιρροής τους, η διαδικασία αυτή ήταν πολύ οδυνηρή για την εκκλησία γενικά, και προξενούσε μια σειρά από συγκρούσεις. Έτσι, η Παλαιά και η Νέα Ρώμη πολεμούσαν για το δικαίωμα χειροτονιών στην Ανατολική Ιλλυρία , η Νέα Ρώμη με την Αλεξάνδρεια - για τα δικαιώματα της τιμής, τα οποία για την Αλεξάνδρεια ήταν μειωμένα από την Β΄Οικουμενική Σύνοδο, η Ιερουσαλήμ είχε συγκρούσεις με την Αντιόχεια λόγω της Φοινίκης και της Αραβίας [12]. Ο αγώνας για τις δικαιοδοσίες ενίοτε είχει σοβαρή μορφή και οδυνηρά βιωνόταν από την Εκκλησία γενικώς[13].
Την τάξη σε αυτή την κατάσταση αποκατέστησε η Σύνοδος της Χαλκηδόνας σε τρεις σημαντικούς κανόνες: 9, 17 και 28. Συχνά, αυτοί οι κανόνες παρερμηνεύονται. Για μια σωστή κατανόηση, πρέπει να εξετάζονται συνολικά και όχι ξεχωριστά το ένα από το άλλο, μέσα στο ιστορικό πλαίσιο της δημοσίευσής τους.
Στους 9ο και 17ο κανόνες ορίζεται πάρα πολύ σταθερά το ανώτατο δικαστικό επίπεδο, που βρίσκεται πάνω από το δικαστήριο της μητρόπολης. Για παράδειγμα, αν κάποιος προσβεβλημένος από τον Μητροπολίτη του φέρει την υπόθεση στο Δικαστήριο της τακτικής επαρχιακής Συνόδου, όπου ο Μητροπολίτης προεδρεύει, τότε βρίσκεται σε δύσκολη θέση. Στην περίπτωση αυτή, ο ενάγων απευθύνεται στον Έξαρχο της μεγάλης περιοχής, ή στο θρόνο της βασιλεύουσας Κωνσταντινούπολης, και μπροστά σ' αυτόν κρίνεται »[14]. Ορισμένοι ερευνητές θέλουν να δουν σ' αυτά τα:«ή» μια καθαρή εκλογή: ο ενάγων μη ικανοποιημένος από το Επισκοπικό (επαρχιακό) δικαστήριο, είναι ελεύθερος να επιλέξει για τον εαυτό του, ως ανώτατο εφέσιμο δικαστήριο, είτε το δικαστήριο του «εξάρχου», δηλαδή του επισκόπου που εδρεύει στην κύρια πόλη της πολιτικής διοίκησης, είτε του αρχιεπισκόπου της Κωνσταντινουπόλεως[15]. Με αυτή την έννοια, ο κανόνας παρέχει στην καθέδρα της Κ-πολης σημαντικά πλεονεκτήματα , επειδή φέρει στην καθέδρα της πρωτευούσης τις υποθέσεις των επισκοπείων όλης της αυτοκρατορίας, τον καιρό που στους εξάρχους ξεχωριστών διοικήσεων (για παράδειγμα, στον Επίσκοπο της Αντιοχείας ως Έξαρχο της διοίκησης της Ανατολής) περιέρχονται οι υποθέσεις των μητροπόλεων μόνο των δικών τους διοικήσεων. Σ' αυτην την περίπτωση, σε ποια βάση ο ενάγων θα μπορούσε να κάνει την επιλογή του; Ο κανόνας δεν δίνει απάντηση σε αυτή την πολύ σημαντική για τα πρακτικά ζητήματα ερώτηση. Αυτό οδηγεί στη σκέψη ότι οι πατέρες της Χαλκηδόνας δεν σκέφτηκαν αυτή την εναλλακτική λύση. Ο Ιωάννης Ζωναράς (1ο μισο του ΙΒ αι.) αντιλαμβανόμενος αυτή την έλλειψη, έκανε ένα σημαντικό βήμα σχετικά με τα όρια της εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας του πατριαρχείου Κωνσταντινούπολης: «Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως δεν είναι δικαστής πάνω από όλους χωρίς εξαίρεση μητροπολίτες, αλλά μόνο πάνω από τους υποδεέστερους. Επειδή δεν μπορεί να φέρει στο δικαστήριό του τους Μητροπολίτες Συρίας και Παλαιστίνης καθώς και της Φοινίκης, ή της Αιγύπτου χωρίς τη θέλησή τους »[16]. Ο Ζωναράς έχει απόλυτο δίκιο στις διαισθήσεις του, αλλά την απόδειξή τους μπορούμε να βρούμε κατά την εξέταση των ιστορικών περιστάσεων εκείνης της στιγμής.
Λοιπόν, ο Έξαρχος είναι επικεφαλής μιας μεγάλης αυτοκρατορικής περιοχής, ενός διοικητικού κέντρου. Αλλά κάθε πολιτική διοίκηση είχε σ' εκείνα τα χρόνια θρησκευτικό ηγέτη; Οι περισσότεροι από τους σημερινούς ερευνητές πιστεύουν ότι τέτοιο αρχηγό δεν είχαν οι πολιτικες διοικήσεις της Θράκης, της Ασίας, και του Πόντου,που αποτελούσαν την Μικρά Ασία [17]. Στους επισκόπους αυτών και μόνο αυτών των διοκήσεων ο κανόνας ορίζει να εφεσιβάλλουν στην Κωνσταντινούπολη. Έτσι, ο αρχιεπίσκοπος της πρωτεύουσας με αυτον τον κανόνα παίρνει την πληρεξουσιότητα να ασκεί τις ανώτατες δικαστικές εξουσίες για τις τρείς ορισμένες διοικήσεις. Για τις διοικήσεις, οι οποίες παραδοσιακά είχαν έναν μόνιμο επικεφαλής για τις θρησκευτικές υποθέσεις τους, τον «έξαρχο», ο κανόνας νομιμοποιεί τα νομικά τους δικαιώματα: της Αντιοχείας για την διοίκηση «Ανατολή», της Αλεξάνδρειας για τη διοίκηση «Αίγυπτος», της Ρώμης, τέλος για ορισμένες δυτικές διοικήσεις:Γαλλία, Ιταλία, Ιλλυρία.
Έτσι, με τον όρο «Έξαρχος», σ'αυτους τους κανόνες, ονομάζονται οι επίσκοποι, που αργότερα θα τους απονεμηθεί ο τίτλος «Πατριάρχης». Ο τίτλος «Πατριάρχης» κατά τη διάρκεια της Συνόδου της Χαλκηδόνας δεν έχει γίνει ακόμα δόκιμος (αν και από καιρό σε καιρό και χρησιμοποιόταν για τον επίσκοπο της Ρώμης) [18], και έγινε τέτοιος μόνο στα μέσα του Ε' αιώνα, χάρη στη νομοθεσία του Αγίου Αυτοκράτορα Ιουστινιανού, όπου πατριάρχες ονομάστηκαν οι επίσκοποι Ρώμης, Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιερουσολύμων[19].
Όμως ο 28 ος κανόνας της Χαλκηδόνας δεν παρουσιάζει τέτοιες δυσκολίες κατανόησης. Εκεί, ακόμα μια φορά, μετά από τον 3 ο κανόνα της Κωνστινουπόλεως, σε βάση καθαρά πραγματιστική, καθιερώνονται το δικαιώματα της καθέδρας της Νέας Ρώμης, σαν της πόλης του βασιλιά και του συγκλήτου. Ωστόσο, στο ανεπίλυτο «πλεονέκτημα τιμής», ανακηρυγμένο το 381, αυτή τη φορά στερεώνονται αρκετά ορισμένα δικαιώματα εξουσίας. Στον Αρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως παρέχεται το δικαίωμα χειροτονίας Μητροπολιτών αυτών των διοικήσεων που υπονοούνταν στους 9 ο και 17 ο κανόνες, δηλαδή της Θράκης, του Πόντου και της Ασίας. Όμως, ο αρχιεπίσκοπος της πρωτευούσης δεν έχει πολλά δικαιώματα στη νέα και αρκετά ευρεία αυτή επαρχία. Εφόσον, το σύστημα αυτοκεφαλικών μητροπόλεων σ'αυτές τις διοικήσεις (όπως και παντού) ήταν ήδη αρκετά ισχυρό, και επιπλέον βασιζόταν στο κύρος της Συνόδου της Νικαίας, ήταν απαραίτητο να διατηρηθεί ανέπαφο, όταν το έδαφός της εντάχθηκε στην καθέδρα της Κωνσταντινούπολης. Ο Αρχιεπίσκοπος της πρωτευούσης μπορούσε να χειροτονεί μόνο μητροπολίτες τριών ονομαζόμενων διοικήσεων, αλλά απλούς επισκόπους στις ορισμένες επαρχίες χειροτονούσαν οι ίδιοι οι μητροπολίτες τους. Και οι υποψήφιοι για την μια ή την άλλη καθέδρα εκλέγονταν μέσα την επαρχία, σύμφωνα με τον 4ο κανόνα της Νικαίας, και μόνο μετά έπρεπε να παρουσιαστούν στην Κωνσταντινούπολη για χειροτονία.
Αυτή είναι η κλασική μορφή του Πατριαρχείου για όλο το ανατολικό τμήμα της Αυτοκρατορίας ως αρκετά καθορισμένο σύστημα εκκλησιαστικής διοίκησης, που ορίστηκε από τις Οικουμενικές Συνόδους . Οι επικεφαλής των άλλων πατριαρχείων, που δεν αναφέρονταν στον 28ο κανόνα, ήδη ασκούσαν (εκτός από την Αλεξάνδρεια), εκ των πραγμάτων, εξαιρετικά υπερμητροπολιτική αρχή. Και με αυτό το προηγούμενο μπορούσαν να οικοδομούν σχέσεις με τους Μητροπολίτες που ηγούνταν των δικών τους ανεξαρτήτων επαρχιών.
Το σύστημα αυτό, στη σωστή μορφή του, έχει τρία επίπεδα: ο επαρχιακός επίσκοπος υποτάσσεται στον Μητροπολίτη και απ'αυτον χειροτονείται και κρίνεται, και ο Μητροπολίτης έχει τις ίδιες σχέσεις με τον Πατριάρχη του. Με τον τρόπο αυτό, ο επαρχιώτης δεν χειροτονείται και δεν κρίνεται ( αν δεν ασκήσει έφεση ο ίδιος ) από τον Πατριάρχη. Δηλαδή ο Πατριάρχης πραγματοποιεί την κυριαρχία σ' όλο το υπεξούσιο έδαφος με τον έμμεσο τρόπο - μέσω των μητροπολιτών, οι οποίοι, κατ εκείνη την κλασική περίοδο, γενικά, διατηρούσαν τα δικαιώματά τους στις επαρχίες. Ηταν μια οργάνωση που κατά κάποιο τρόπο θυμίζει υποτελές κράτος. Είναι προφανές, ότι η οικοδόμηση τέτοιου αρμονικού συστήματος εξουσίας στο Πατριαρχείο είναι δυνατή μόνο αν υπάρχει μια ζωή γεμάτη δραστηριότητα στις μητροπολιτικές επαρχίες [20].
Τα τρία στάδια του κλασικού πατριαρχείου έχουν σαφή αντικατοπτρισμό στην αλληλουχία των κανόνων 13ου , 14ου , 15ου της ΔιπλήςΣυνόδου(στο ναό των Αγίων Αποστόλων) [21]. Πραγματοποιήθηκε στο 861, όταν μια σειρά Οικουμενικών προβλημάτων - Μονοφυσιτισμός της Συρίας και της Αιγύπτου, συνδεόμενος με έθνο- χωριστικό κίνημα, όπως επίσης και η Αραβική εισβολή, ήδη, υποτίμησαν την αξία των τριών Ανατολικών πατριαρχείων, ενισχύοντας ακόμα πιο πολύ την Κωνσταντινούπολη στις εκκλησιαστικές υποθέσεις. Η πραγματική ενίσχυση της καθέδρας της πρωτεύουσας οδήγησε σε σημαντική παραμόρφωση της κλασικής δομής της εκκλησιαστικής διοίκησης.
Κατ' αυτούς τους τρεις κανόνες απαγορεύεται να απομακρυνθούν από τον εκκλησιαστικό επικεφαλής όλοι οι υποτασσόμενοι σ 'αυτόν κληρικοί , μέχρι τη σύγκληση Συνοδικού δικαστηρίου. Ο 13ος κανόνας ορίζει στους πρεσβύτερους και διακόνους να ακολουθούν τον επίσκοπό τους. Ο 14 ος όριζε στους επισκόπους να μην εγκαταλείπουν τους μητροπολίτες τους και ο 15-ος ορίζει το ίδιο για όλους τους κληρικούς σε σχέση με τον Πατριάρχη τους. Έτσι, βλέπουμε ότι, παρά τις στρεβλώσεις του αρμονικού συστήματος των πατριαρχείων που εμφανίστηκαν στα μέσα του Θ΄αιώνα, το σύστημα αυτό μελετιόταν ακόμα στην Κωνσταντινούπολη με την ίδια ιδανική μορφή, όπως ήρθε στο φως ως αποτέλεσμα της νομοθεσίας της Συνόδου της Χαλκηδόνας τέσσερις αιώνες πριν. Αυτό υποδηλώνει ότι το κλασικό, τριών επιπέδων, πατριαρχείο, είναι φυσικό και ταυτόχρονα, σύνθετο δημιούργημα της ίδιας της εκκλησιαστικής ζωής την εποχή των Οικουμενικών Συνόδων. Με το νόμιμο δικαίωμα να υφίσταται κατά το 451, ενισχυμένο από μια σειρά νομοθετικών μέτρων του Αυτοκράτορα Ιουστινιανού, εξακολουθεί να παραμένει πρότυπο και ιδανικό της εκκλησιαστικής διοίκησης παρά τις αντίξοες συνθήκες για την πραγματική ύπαρξή του κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο.
* * *
Έτσι, τα πατριαρχεία κατά τον Ε΄ αιώνα έγιναν ένα φαινόμενο προερχόμενο από το σύστημα μητροπολιτικών αυτοκεφαλιών. Ακριβώς οι μητροπολιτικές περιοχές, ή οι εκκλησιαστικές επαρχίες, ιστορικά, ήταν οι πρώτες αυτοκεφαλίες,που δημιουργήθηκαν κατά την πρώτη Οικουμενική Σύνοδο. Στην κανονική διάρκεια της εκκλησιαστικής ιστορίας, πριν από τον κλονισμό των σταθερών εδαφικών και διοικητικών θεσμών της αυτοκρατορίας γενικά, και της αυτοκρατορικής Εκκλησίας ιδιαιτέρως, στον Ζ΄ αιώνα ακριβώς, οι Μητρόπολεις, όπως το μέσο επίπεδο της εκκλησιαστικής διοίκησης, διατηρούσαν τη μέγιστη πληρότητα των χαρακτηριστικών των αυτοκεφαλικών Εκκλησιών, με το δικαίωμα της επιλογής και της χειροτονίας των επαρχιωτών, με το δικαίωμα επιλογής μητροπολίτη, με το δικαίωμα της συζήτησης στις τακτικές Συνόδους μεγάλης ποικιλίας επειγόντων ζητημάτων, αρχίζοντας από τα νομικά και κανονικά μέχρι τα δογματικά. Το « κλασσικό πατριαρχείο» έπρεπε να «ωριμάσει» ιστορικά. Οι ιδανικές μορφές του απαιτούν μια πολύπλοκη και πολύπλευρη, ήδη εγκατεστημένη, εξελικτική εκκλησιαστική διεύθυνση με πολλές χωρισμένες επισκοπές, ενωμένες σε μητροπολιτικές περιοχές, οι οποίες, με τη σειρά τους, διατηρούν όλα τα δεδομένα από τη Συνοδική και αυτοκρατορική νομοθεσία δικαιώματα εκτός από ένα: τον εκλεγμένο Μητροπολίτη εγκρίνει και χειροτονεί ο Πατριάρχης.
Είναι σαφές ότι η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία, στο τέλος του ΙΣΤ΄αιώνα, τη στιγμή της πολιτικής ωριμότητας του Ρωσικού βασιλείου δεν ήταν ακόμα έτοιμη δομικά για την μετατροπή σε πατριαρχείο. Οι λόγοι που προσκόμιζαν οι πρωτεργάτες της δημιουργίας του πατριαρχείου,ήταν μακριά από κανονικά ρυθμισμένες προϋποθέσεις της οικοδόμησης της εκκλησιαστικής «κάθετης εξουσίας» [22]. Ο αριθμός των επισκοπείων της Ρωσικής Εκκλησίας, την ημέρα της ενθρόνισης του πρώτου ρώσου Πατριάρχη, του Αγίου Ιώβ, στις 23 Ιανουαρίου 1589, ήταν μικρός - μόνο 11καθέδρες[23]. Αυτό αντιστοιχούσε στο μέσο αριθμό καθεδρών της ξεχωριστής μητροπολιτικής περιοχής της διοίκησης της Ασίας στα μέσα του Ε΄αιώνα . Η Ρωσική Εκκλησία, παρά την πραγματική ανεξαρτησία της, εξωτερικά παρέμεινε μητροπολιτική περιοχή. Παρεμπιπτόντως, σύμφωνα με το Μητροπολίτη Ιεροθέο Μονεμβασίας, ο ίδιος ο Πατριάρχης Ιερεμίας εξ αρχής είχε την πρόθεση να ορίσει στη Μόσχα τον αυτοκέφαλο «αρχιεπίσκοπο, όπως στην Αχρίδα» [24]. Οι σκέψεις του Οικουμενικού Πατριάρχη εκείνη τη στιγμή υπαγορεύονταν από διάφορους λόγους, αλλά αναμφισβήτητο παραμένει ότι ο κύριος σκοπός της δημιουργίας του Πατριαρχείου ήταν η έγκριση της επίσημης ανεξαρτησίας από τον Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης που θα μπορούσε να επιτευχθεί με διάφορα μέσα. Ο πατριαρχικός τίτλος του Προκαθήμενου δεν ήταν κανονικά υποχρεωτικός.
Η ακαταλληλία του τίτλου του Προκαθήμενου της Ρωσικής Εκκλησίας στην επισκοπική διοίκησή της, που παρέμεινε μη ανεπτυγμένη, συνειδητοποιήθηκε στη Μόσχα, μετά από έναν αιώνα. Η Μεγάλη Σύνοδος της Μόσχας στα 1667 αποφάσισε οπωσδήποτε την ίδρυση των επτά καθεδρών που προσχεδιάστηκε ήδη την στιγμή της ίδρυσης του Πατριαρχείου, αλλά παρέμεινε στο σχέδιο. Δεκαπέντε χρόνια αργότερα, στη Σύνοδο της Μόσχας στις 8 Φεβρουαρίου 1682, ο Τσάρος Θεόδωρος Αλεξέεβιτς πρότεινε στους επισκόπους να ανοίξουν 70 νέα Eπισκοπές, με την υποταγή των επισκόπων στους δώδεκα μητροπολίτες[25]. Ο Βασιλιάς συνέταξε στην Σύνοδο τον «Πίνακα για τους αρχιερατικούς βαθμούς και τίτλους», που, μεταξύ άλλων, περιείχε νέους τίτλους Μητροπολιτών: Μητροπολίτης του κράτους Νόβγκοροντ, Μητροπολίτης του βασιλείου Καζάν, Μητροπολίτης του βασιλείου Αστραχάν, μητροπολίτης του βασιλείου Σιβηρίας, Μητροπολίτης του μεγάλου βασιλείου του πριγκιπάτου Ροστόβ, Μητροπολίτης του κράτους Πσκόφ, Μητροπολίτης του μεγάλου πριγκιπάτου Σμολένσκ, Μητροπολίτης του μεγάλου βασιλείου Τβέρ, Μητροπολίτης του πριγκιπάτου Βιάτκα, Μητροπολίτης της γης του Νίζνι Νόβγκοροντ, Μητροπολίτης του πριγκιπάτου Ριαζάν, Μητροπολίτης πάσης Ουκρανίας. Οι δώδεκα Μητροπολίτες, κρίνοντας από τους νέους τίτλους τους, έπρεπε να ενώσουν μεγάλες περιοχές στη δικαιοδοσία τους, με αρκετά διακριτά όρια. Ασφαλώς, η μεταρρύθμιση έπρεπε όχι μόνο να μειώσει τα μεγέθη των επισκοπών και, συνεπώς, των εσόδων, αλλά και σημαντικά να αλλάξει τις σχέσεις και τα δικαιώματα των επαρχιακών επισκόπων που διακρίνονταν, σύμφωνα με τον τίτλο (μητροπολίτης, αρχιεπίσκοπος, επίσκοπος), μόνο στα πλεονεκτήματα τιμής. Αυτές οι προοπτικές δεν εξυπηρετούσαν τη Σύνοδο και οι αρχιερείς υπέβαλαν αίτηση στην οποία δικαιολογούσαν την δυνατότητα της εγκαινίασης μόνο 2 αρχιεπισκοπών, και 15 επισκοπών. Η Σύνοδος δεν υποστήριξε την πρόταση του βασιλιά να εντάξει την Επισκοπική διοίκηση στο κανονικό μοντέλο και ζήτησε από το βασιλιά να «διορίσει» νέους επισκόπους και αρχιεπισκόπους, σε «ειδικές επισκοπές, και όχι να υποτάσσονται στους μητροπολίτες, για να μην έχουν εκκλησιαστικές διαφωνίες στο αρχιερατικό αξίωμα, και να μην είναι μεταξύ τους διαμάχες και υπεροψία»[26].
Η ακαταλληλία του τίτλου του Προκαθήμενου της Ρωσικής Εκκλησίας στην επισκοπική διοίκησή της, που παρέμεινε μη ανεπτυγμένη, συνειδητοποιήθηκε στη Μόσχα, μετά από έναν αιώνα. Η Μεγάλη Σύνοδος της Μόσχας στα 1667 αποφάσισε οπωσδήποτε την ίδρυση των επτά καθεδρών που προσχεδιάστηκε ήδη την στιγμή της ίδρυσης του Πατριαρχείου, αλλά παρέμεινε στο σχέδιο. Δεκαπέντε χρόνια αργότερα, στη Σύνοδο της Μόσχας στις 8 Φεβρουαρίου 1682, ο Τσάρος Θεόδωρος Αλεξέεβιτς πρότεινε στους επισκόπους να ανοίξουν 70 νέα Eπισκοπές, με την υποταγή των επισκόπων στους δώδεκα μητροπολίτες[25]. Ο Βασιλιάς συνέταξε στην Σύνοδο τον «Πίνακα για τους αρχιερατικούς βαθμούς και τίτλους», που, μεταξύ άλλων, περιείχε νέους τίτλους Μητροπολιτών: Μητροπολίτης του κράτους Νόβγκοροντ, Μητροπολίτης του βασιλείου Καζάν, Μητροπολίτης του βασιλείου Αστραχάν, μητροπολίτης του βασιλείου Σιβηρίας, Μητροπολίτης του μεγάλου βασιλείου του πριγκιπάτου Ροστόβ, Μητροπολίτης του κράτους Πσκόφ, Μητροπολίτης του μεγάλου πριγκιπάτου Σμολένσκ, Μητροπολίτης του μεγάλου βασιλείου Τβέρ, Μητροπολίτης του πριγκιπάτου Βιάτκα, Μητροπολίτης της γης του Νίζνι Νόβγκοροντ, Μητροπολίτης του πριγκιπάτου Ριαζάν, Μητροπολίτης πάσης Ουκρανίας. Οι δώδεκα Μητροπολίτες, κρίνοντας από τους νέους τίτλους τους, έπρεπε να ενώσουν μεγάλες περιοχές στη δικαιοδοσία τους, με αρκετά διακριτά όρια. Ασφαλώς, η μεταρρύθμιση έπρεπε όχι μόνο να μειώσει τα μεγέθη των επισκοπών και, συνεπώς, των εσόδων, αλλά και σημαντικά να αλλάξει τις σχέσεις και τα δικαιώματα των επαρχιακών επισκόπων που διακρίνονταν, σύμφωνα με τον τίτλο (μητροπολίτης, αρχιεπίσκοπος, επίσκοπος), μόνο στα πλεονεκτήματα τιμής. Αυτές οι προοπτικές δεν εξυπηρετούσαν τη Σύνοδο και οι αρχιερείς υπέβαλαν αίτηση στην οποία δικαιολογούσαν την δυνατότητα της εγκαινίασης μόνο 2 αρχιεπισκοπών, και 15 επισκοπών. Η Σύνοδος δεν υποστήριξε την πρόταση του βασιλιά να εντάξει την Επισκοπική διοίκηση στο κανονικό μοντέλο και ζήτησε από το βασιλιά να «διορίσει» νέους επισκόπους και αρχιεπισκόπους, σε «ειδικές επισκοπές, και όχι να υποτάσσονται στους μητροπολίτες, για να μην έχουν εκκλησιαστικές διαφωνίες στο αρχιερατικό αξίωμα, και να μην είναι μεταξύ τους διαμάχες και υπεροψία»[26].
Η ανωμαλία της εδαφικής δομής του Πατριαρχείου Μόσχας παρατηρήθηκε και στη ορθόδοξη Ανατολή. Το 1692 ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Δοσίθεος απέδειχνε στον χάρτη στον πατριάρχη Αδριανό, ότι τα συμφέροντα της Ορθοδοξίας απαιτούν την αύξηση του αριθμού επισκοπικών καθεδρών, τόσο στην Ουκρανία όσο και στη Μεγάλη Ρωσία, και προσπαθούσε να τόν πείσει να δημιουργήσει μητροπολιτικές διοικήσεις «κλασικού» μοντέλου. Ταυτόχρονα, ο Δοσίθεος προσπαθεί να εξαλείψει τις γνωστές σ'αυτόν , όπως πιστεύει, αντιρρήσεις των επισκόπων: «Αν σκέπτονται μερικοί αρχιερείς ότι αν διοριστούν και άλλοι επίσκοποι, θα μειωθούν οι ενορίες των τωρινών επισκόπων , λέμε, ας διασωθούν τα όρια,η νομοθεσία και οι παραδόσεις της Αγίας Ανατολικής Εκκλησίας,[. ..] αλλά να έχουν οι αρχιερείς μεγάλες ενορίες, είναι άχρηστο. Δεύτερον, εφόσον οι αρχιερείς είναι διάδοχοι των αγίων αποστόλων, όπως οι απόστολοι δεν είχαν τίποτε, έτσι και αρχιερείς ας έχουν λίγα. Τρίτον, για την Εκκλησία έχυσε το Αίμα Του ο Υιος του Θεού, και δεν είναι δίκαιο για τους αρχιερείς, εξ αιτίας της αισχροκέρδειας, να υποτιμούν και να προκαλούν την Εκκλησία του Θεού δια την οποία ο Χριστός πέθανε».[27] Το 1700 ο Δοσίθεος έστειλε μήνυμα στον Τσάρο Πέτρο προτείνοντας να ιδρύσει μητροπολιτική καθέδρα στο κατακτημένο Αζόφ στην οποία θα υπάγονται τακτικοί επίσκοποι. Συγκεκριμένα, γράφει: «Πολλοί επίσκοποι, για να είναι καλοί και θεόσοφοι, και για να μην είναι βάρος στο αυτοκρατορικό ταμείο, ... ας είναι η ζωή τους όπως και η δική μας - οι πατριάρχες, και εδώ στην Βασιλεύουσα, κυρίως με τα πόδια περπατούν.Παλαιότερα οι αρχιερείς ήταν φτωχοί, αυτό είναι γνωστό από τις αφηγήσεις και από τις Ουκουμενικές Συνόδους. Αν θέλετε, διαβάστε τον δέκατο έκτο κανόνα της Ζ΄Οικουμενικής Συνόδου, ο οποίος πολύ κατακρίνει»[28].
Κατά τη Συνοδική περίοδο δεν υπάρχει εντατική ανάπτυξη των επισκοπικών καθεδρών. Έως το 1917, κάτω από τις διαταγές της Ιεράς Συνόδου ήταν ήδη 68 επισκοπές [29], αλλά η αύξηση αυτή οφείλεται, κατά κύριο λόγο, στην εδαφική επέκταση της Ρωσικής Αυτοκρατορίας γενικά. Η πυκνότητα των καθεδρών αυξήθηκε περίπου δύο φορές, και φυσικά αυτή η αργή αύξηση, δεν οδήγησε στα επιθυμητά αποτελέσματα. Στα 1884-85 με πρωτοβουλία του γενικού εισαγγελέα K.Π Πομπεντονόστσεφ, πραγματοποιήθηκαν τρεις Eπισκοπικές Συνόδοι : στο Κίεβο, στο Καζάν και στο Ιρκούτσκ, αλλά, δυστυχώς, για διάφορους λόγους, ο Πομπεντονόστσεφ εγκατέλειψε την ιδέα της αναβίωσης της επαρχιακής και Συνοδικής ζωής του Ρωσικού επισκοπείου[30]. Πάντως, η Συνοδική δομή της Ρωσικής Εκκλησίας, αυτή καθ' εαυτή, πιο πολύ έμοιαζε με την «αυτοκεφαλική μητρόπολη» δεν είχε την αξίωση να αντιστοιχήσει στο σύστημα τριών επιπέδων «του κλασικού Πατριαρχείου».
Η νέα πατριαρχική περίοδος άρχισε από την Τοπική Σύνοδο. Στις 7 (20) Σεπτεμβρίου 1918, η Σύνοδος ψήφισε τον «Ορισμό για εκκλησιαστικές περιοχές», μετά την έκθεση πάνω στο θέμα αυτό του Μητροπολίτη Κυρίλλου (Σμιρνόφ): «Έχοντας υπ'όψιν ότι η ανάγκη οργάνωσης εκκλησιαστικών περιοχών στη Ρωσική Εκκλησία έγινε αντιληπτή από τις Συνόδους του 1666 και 1681-1682 και με την επακόλουθη εκκλησιαστική συνείδηση ,[...] η Σύνοδος [...] ορίζει να καθιερωθούν στη Ρωσική Εκκλησία, εκκλησιαστικές περιοχές, και ο καθορισμός του αριθμού περιοχών και η κατανομή σ'αυτές τις επισκοπές να ανατεθεί στην Ανώτατη Εκκλησιαστική Διεύθυνση»[31]. Η πραγματοποίηση αυτού του σημαντικού ορισμού έγινε αδύνατη λόγω της έναρξης σκληρότατων διωγμών κατά της Εκκλησίας. Το 1987, ο αριθμός των επισκοπείων στη Ρωσική Εκκλησία ήταν σχεδόν στο επίπεδο του 1917 (64 επισκοπές) [32].
Σήμερα, η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ρωσίας έχει 136 Eπισκοπές, δηλαδή μέσα σε 20 χρόνια ο αριθμός τους έχει υπερδιπλασιαστεί. Τέτοια ταχεία ανάπτυξη αποτελεί μια μοναδική στιγμή στην ιστορία του Πατριαρχείου της Μόσχας. Αποτελείται από τις αυτόνομες Εκκλησίες της Ουκρανίας, της Λευκορωσίας, της Μολδαβίας, της Ιαπωνίας, με τις δικές τους αρχιερατικές Συνόδους ,στις οποίες ηγούνται δικοί τους προκαθήμενοι, καθώς και την πρόσφατα (Μάιος 2003) οργανωμένη, μητροπολιτική περιοχή του Καζακστάν. Επιπλέον, από τις 17 Μαΐου 2006, στο Πατριαρχείο Μόσχας μπήκε η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ρωσίας στο εξωτερικό, η οποία διοικείται από Αρχιερατική Σύνοδο επτά Επισκόπων και τριών βοηθών Επισκόπων. Έτσι, οι τελευταίες δύο δεκαετίες υπήρξαν ο χρόνος της τακτοποίησης της εδαφικής διοίκησης του Πατριαρχείου Μόσχας στο «κλασικό»είδος τριών επιπέδων .
[1] Ας ονομάσουμε μερικά ονόματα: Βάλσαμον στα σχόλεια του ΣΤ΄κανόνα της Νικαίας (Р.-П. β', σ. 129; см. ПСВС. С. 25-27); А.П. Лебедев (Духовенство древней Вселенской Церкви. СПб., 1997. С. 184); Beck H.-G. (Kirche und theologische Literatur im byzantinischen Reich. München, 1977. S. 29).
[2] Στο μέλλον θα αντικαθίστουμε τον όρο «επαρχία» με το λατινικό ισοδύναμό του « provincia», προς αποφυγήν μη ταυτόσημης κατονόησης του όρου «επαρχία» σήμερα (σχόλιο για ρώσους αναγνώστες, (μεταφραστής))
[3] Στην ερμηνεία αυτού του κανόνα ο Ζωναράς θεωρεί, ότι ο Μητροπολίτης εγκρίνει την εκλογή ακριβώς τότε όταν ο ίδιος χειροτονεί τον εκλεγμένο (Р.-П. β´, σ. 123.).
[4] ССО. Р. 58.
[5] СCO. P. 29.
[6] ССО р. 46-47.
[7] Παραδείγματος χάριν, της διοίκησης (Ἀνατολὴς ), όπου υποστήριζαν την ταγμένη στο Μαρκελιανισμό ομάδα του Επισκόπου Παυλίνου, ή Θράκης που εξελίχθηκε η τραγικοκωμική ιστορία του Μαξίμου Κυνικού
[8] Για τα ζητήματα πίστεως δεν ειπώθηκε τίποτα στην Νίκαια, αλλά de facto μπορούσαν να εξεταστούν αυτά στις μητροπόλεις. Αργότερα, στα 565, ο άγιος αυτοκράτορας Ιουστινιανός στην 127η νουβέλλα (κεφάλαιο 4) περιγράφει αρκετά ευρύ κύκλο εξεταζόμενων ζητημάτων στις επαρχιακές Συνόδους: κανονικά ζητήματα, αντικείμενα πίστης, εκκλησιαστικής διοίκησης και άλλα.
[9] Αυτό επιβεβαιώνεται στο μήνυμα των Πατέρων της Συνόδου της Κωνσταντινούπολης του 382 στον Πάπα Δάμα « όσον αφορά την διεύθυνση ειδικών εκκλησιών ισχύει , όπως ξέρετε, προηγούμενος νόμος και ορισμός αγίων Πατέρων στη Νίκαια, δηλαδή σε κάθε επισκοπή για το όφελος της Εκκλησίας να χειροτονήσουν οι επαρχιακοί επίσκοποι, και μαζί μ'αυτούς ( αν θελήσουν) και οι γειτονικοί τους» . Πράξεις των Οικουμενικών Συνόδων, СПб, 19962. Т. I. С. 126.
[10] Πρέπει να επισημανθεί, όμως, ότι ο 6ος κανόνας της Δευτέρας Οικουμενικής Συνόδου μιλάει για τη δυνατότητα σύγκλησης μιας «μεγάλης Συνόδου μεγάλης περιοχής», ή διοίκησης. Αυτή η Σύνοδος έπρεπε να αναλαμβάνει εφέσεις σε μηνύσεις στους επαρχιακούς επσκόπους, σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η Σύνοδος της Επισκοπής στην τακτική της συνεδρία « δεν θα έχει δύναμη να αποκαταστήσει την τάξη σε κατηγορίες εναντίον επισκόπου. Αν και αυτός ο κανόνας πιο συγκεκριμένα ορίζει τις λειτουργίες των διοικήσεων, και ειδικά, από καιρό σε καιρό, την πραγματοποίηση συνόδων για εξέταση εφέσεων, αλλά και αυτό δεν είναι αρκετό για να καθιερωθεί η ίδρυση του άρτιου και ανώτατου επιπέδου διοίκησης.
[11]. CCO. P. 47-48.
[12] Λεπτομέρειες βλέπε .: Φειδάς Βλ. Ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία. Τ. I. Σ. 820-831.
[13] Σύγκρινε το γράμμα №92 Αγίου Βασιλείου Μεγ.: « Ἀνατέτραπται μὲν τὰ τῆς εὐσεβείας δόγματα, συγκέχυνται δὲ Ἐκκλησίας θεσμοί. Φιλαρχίαι δὲ τῶν μὴ φοβουμένων τὸν Κύριον ταῖς προστασίαις ἐπιπηδῶσι καὶ ἐκ τοῦ προφανοῦς λοιπὸν ᾆθλον δυσσεβείας...» Βασιλείου Καισαρείας του Μεγάλου Άπαντα, τα έργα 3, Επ.Γ΄ Επιστολή 92, Προς Ιταλούς και Γάλλους Επισκόπους, σελ. 87. ΠΑΤΕΡΙΚΑΙ ΕΚΔΟΣΕΙΣ « Γρηγόριος ο Παλαμάς» Θεσσαλονίκη 1973
[14] CCO. P. 77.
[15] Έτσι ερμεινεύουν αυτούς τους κανόνες: ο Αλέξιος Αριστινός (ПСВС. С. 173), και από τους συγχρόνους μας - Φειδάς Βλ. Ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία. Τ. I. Σ. 825. Ο Ντάρρουζες υπολόγιζε ότι την διφορούμενη έννοια έβαλε ο Αχιεπίσκοπος Κωνσταντινούπολης Ανατόλιος, που ήθελε να υποτάξει στην δικαιοδοσία του όλη το ανατολικό τμήμα της Αυτοκρατορίας(J. Darrouzés, Documents inédits d'ecclésiologie byzantine. Paris, 1966. Р. 79).
[16] Р.-П. Σ. 260. ПСВС. С. 213.
[17]Πειστικά επιχειρήματα συγκεντρώθηκαν στον L'Ηuillier, The Church Of The Ancient Councils. Р. 234-236.
[18] «Αγιότατος και μακαριότατος Πατριάρχης Μεγάλης Ρώμης και Αρχιεπίσκοπος Λέοντας »: ο τίτλος στις Πράξεις της Συνόδου της Χαλκηδόνας (παράδειγμα, βλέπε. ACO II.1.2. Р.28, 21).
[19] Νουβέλλα CIX (ο πρόλογος), CXXIII.3. Corpus Iuris Civilis. Berolini, MDCCCXCV (1895). Vol. III. P. 518, 597.
[20] Κρίνοντας από τους καταλόγους των επισκόπων της Συνόδου της Χαλκηδόνας, τρεις διοικήσεις που εντάχθηκαν στη δικαιοδοσία της Κωνσταντινούπολης παρουσιάστηκαν έτσι: ο Πόντος - 11 επαρχίες, 40 επίσκοποι; Η Ασία - 12 επαρχίες, 129 επίσκοποι; Θράκη - 4 επαρχίες, 11 επίσκοποι. Συνολικά , το νέο Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης περιείχε 27 επαρχίες και 180 επισκόπους. Βλ.: E.Schwartz. Über die Bischofslisten der Synoden von Chalkedon, Nicaea und Konstantinopel. Münhcen, 1937. S. 15-41.
[21] CSP. Р. 470-475.
[22] Αν για τον Πατριάρχη Ιερεμία το βασικό επιχείρημα για την ίδρυση του Πατριαρχείου ήταν η ύπαρξη του βασιλιά στη Μόσχα,για τους Ρώσους, η τυπική βάση για την ίδρυση του Πατριαρχείου ήταν « η διαταραγμένη πενταρχία» σαν αποτέλεσμα της απόσπασης από την εκκλησιαστική ενότητα του Πάπα της Ρώμης. Βλ. Η ομιλία του Αγίου Πατριάρχη Ιώβ στον Μητροπολίτη Τιρνόφ, Διονύσιο του Ιανουαρίου 1592.: « Ο Βασιλεύς και μέγας δούκας Θεόδορος Ιβάνοβιτς, αυτοκράτορας όλης της Ρωσίας, συσκέφτηκε με τον πατέρα του και ευχέτη, Αγιότατο Οικουμενικό Πατριάρχη Ιερεμία, και με τους μητροπολίτες, αρχιεπισκόπους και επισκόπους καθώς και με τους αρχιμανδρίτες, ηγουμένους και όλη την αγιασμένη σύνοδο του Ελληνικού κράτους και του Ρωσικού βασιλείου, για να ορίσουν πατριάρχη στο κράτος του, επειδή εξ αιτίας αμαρτίας η Ρωμαϊκη Εκκλησία ξέπεσε σε Λατινική απέχθεια στο έργο της προς το Θεό και με την Ορθόδοξη αληθινή χριστιανική ελληνική πίστη δε συμφωνεί πουθενά. Και να τοποθετηθεί στη θέση του Πάπα ο πρεσβύτης αγιότατος πατέρας Ιερεμίας , αρχιεπίσκοπος της Κωνσταντινούπολης και Νέας Ρώμης, και μετά να ακολουθήσουν τέσσερις Πατριάρχες: Αλεξάνδρειας, Αντιόχειας, Ιερουσαλήμ, και της βασιλεύουσης πόλης Μόσχας του Ρωσικού Βασιλείου» το απόσπασμα αναφέρεται από: Успенский Б.А. Царь и патриарх. Харизма власти в России. М., 1998. С. 496. Ср.: Соловьев С.М. История России с древнейших времен. Т. IV. М., 1960. С. 307..
[23]Μετά από τρεις μέρες από την ενθρόνιση του Αγίου Ιώβ στις 26 Ιανουαρίου, ιδρύθηκε η καθέδρα στο Πσκόφ, και έως το 1700 προστέθηκαν ακόμα 9 καθέδρες, έτσι στο τέλος της πατριαρχικής περιόδου υπήρχαν 22 καθέδρες. Βλ.:Губонин М.Е, коллектив авторов. История иерархии Русской Православной Церкви. Комментированные списки иерархов по епископским кафедрам с 862 г. М., 2006. С. 908.
[24] Макарий (Булгаков), митр. История Русской Церкви. Кн. VI. М., 1996. С. 34.
[25] Доброклонский А.П. Руководство по истории Русской Церкви; Павлов А.П. (отв. ред.), коллектив авторов. Правящая элита Русского государства IX - начала XVIII вв. (Очерки истории). СПб., 2006. С. 462.
[26] Павлов А.П. (отв. ред.), коллектив авторов. Правящая элита... С. 466.
[27] Каптеревъ Н.Ф. Сношенія іерусалимскаго патріарха Досиѳея съ русскимъ правительствомъ 1669-1707 г. М., 1891. С. 179.
[28] Επίσης εκεί. Σ. 181.
[29] Смолич И.К. История Русской Церкви. 1700-1917. Ч. 1. М., 1996. С. 659-665.
[30] Λεπτομέρειες βλέπε.: Пашков Д.В. Соборы епископов при К.П.Победоносцеве. // Богословский Сборник ПСТБИ №4. М., 1999. Σ. 265-293.
[31] Священный Соборъ Православной Россійской Церкви. Собраніе опредѣленій и постановленій. Вып. 4. С. 14.
[32] «Στα 1987 η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία είχε 64 επισκοπές στην ΕΣΣΔ, απο τις οποίες 18 ήταν στο Ουκρανικό Εξαρχάτο». - Православная энциклопедия. Русская Православная Церковь. М., 2000. С. 248.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου