Δευτέρα 22 Αυγούστου 2011

Η Ιεραποστολή της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας.



blog counter]




blog counter






 Ιστορία της Ρωσικής Άπω Ανατολής.

   Η Ρωσική Άπω Ανατολή είναι η πρώην Σοβιετική Άπω Ανατολή, μια ομοσπονδιακή περιοχή (εκτιμούμενος πληθυσμός το 1989 7.941.000), έκτασης 6.216.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων, που περικλείει ολόκληρη τη βορειοανατολική ακτή της Ασίας και περιλαμβάνει τη Δημοκρατία Σαχά, Περιφέρεια Maritime (Κράι Πριμόρσκι), Περιφέρεια Χαμπαρόφσκ, Περιφέρεια Αμούρ, Περιφέρεια Μαγκαντάν, Περιφέρεια Καμτσάτκα και τις περιοχές της Σαχαλίνης, την Αυτόνομη Εβραϊκή Περιοχή, τη Σιβηρία. Η Ρωσική Άπω Ανατολή έχει αντιμετωπιστεί ξεχωριστά στον περιφερειακό σχεδιασμό των Σοβιετικών και των Ρώσων. Το έτος 2000, η περιοχή έγινε μια από τις επτά ομόσπονδες διοικητικές περιοχές της Ρωσίας, με το Χαμπαρόφσκ ως το διοικητικό κέντρο. Στη Ρωσική Άπω Ανατολή κατοικούν πάνω από 25 εθνικές ομάδες, μεταξύ των οποίων Ρώσοι, Εβραίοι, Κοριάκοι (Koryaks), Τούνγκοι (Tungus), Τσούκτσοι (Chukchi), Γιακούτοι (Yakuts) και Καμτσάτκοι (Kamchatkans). Μεταξύ άλλων, σημαντικά αστικά κέντρα είναι το Γιακούτς, το Βλαδιβοστόκ, το Κομσομόλκ, το Χαμπαρόφσκ, το Ουσουρύσκ και το Νικολάγιεβσκ.
   Η αποίκιση της περιοχής από τους Ρώσους ξεκίνησε στα τέλη του 16ου αιώνα, όταν κατασκεύασαν εκεί οι Κοζάκοι οχυρά και εγκαταστάσεις. Αμέσως μετά κατέφτασαν οι Ρώσοι γουνέμποροι. Το 1856-57 οι Ρώσοι εκμεταλλεύτηκαν την αδύναμη Κινεζική αυτοκρατορία και κατέλαβαν όλη την περιοχή βόρεια του Αμούρ, και το 1860 κυρίευσαν τη γη Ανατολικά του Ουσούρη. Η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας έχει καταγγείλει τις «άνισες συμφωνίες» με τις οποίες επιδίωξε η Ρωσία να νομιμοποιήσει τις κατακτήσεις αυτές. Το 1875 οι Ρώσοι απέσπασαν τη Σαχαλίνη (η οποία νωρίτερα βρισκόταν υπό τον κοινό έλεγχο Ρώσων και Ιαπώνων) από την Ιαπωνία. Με την ολοκλήρωση του υπερσιβηρικού σιδηροδρόμου, άρχισε να επιταχύνεται η Ρωσική εποίκιση της περιοχής. Η Ρωσία διατήρησε τη Βόρεια Σαχαλίνη σύμφωνα με τη Συνθήκη του Πόρτσμουθ (1905), αλλά στην Ιαπωνία παραχωρήθηκε το υπόλοιπο νησί.
   Μετά τη Ρωσική Επανάσταση το 1917, Ιαπωνικές δυνάμεις αποβιβάστηκαν στο Βλαδιβοστόκ και κατέλαβαν μεγάλα τμήματα της Ρωσικής περιοχής. Τους συνέδραμαν εκστρατευτικές δυνάμεις των Η.Π.Α., της Βρετανίας και της Γαλλίας, οι οποίες αφίχθησαν με την προφανή ελπίδα να εμποδίσουν τους Γερμανούς να χρησιμοποιήσουν τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της περιοχής στη διάρκεια του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου. Οι διαμεσολαβητικές δυνάμεις πρόσφεραν σημαντική στήριξη στις αντιμπολσεβικικές μονάδες του Ναυάρχου Κολτσάκ, οι οποίες είχαν καταλάβει το μεγαλύτερο τμήμα της περιοχής. Μέχρι το 1920, οι Μπολσεβικικές μονάδες είχαν επικρατήσει των στρατευμάτων του Κολτσάκ και οι Σύμμαχοι αποχώρησαν . Ωστόσο, οι Ιάπωνες παρέμειναν και το 1920 δημιουργήθηκε η Δημοκρατία της Άπω Ανατολής ως παρεμβαλλόμενο κρατίδιο ανάμεσα στην Ιαπωνία και τη Σοβιετική Ένωση. Το 1922, αποχώρησαν οι Ιαπωνικές δυνάμεις, το κρατίδιο διαλύθηκε και η περιοχή ενσωματώθηκε σαν περιφέρεια στην Ε.Σ.Σ.Δ.
   Από το 1926 έως το 1938, όλη η περιοχή ονομαζόταν Επικράτεια της Άπω Ανατολής και μετά ονομάστηκε Σοβιετική Άπω Ανατολή. Με τη συμφωνία που ακολούθησε το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η Ε.Σ.Σ.Δ. πήρε το νοτιότερο μισό της Σαχαλίνης και τα νησιά Kuril. Όμως, τελικά οι Ιάπωνες αμφισβήτησαν τα Σοβιετικά δικαιώματα στα τέσσερα νοτιότερα νησιά της αλυσίδας Kuril. Το 1969 ξέσπασαν Σινο-Σοβιετικές συγκρούσεις κατά μήκος των συνόρων στους Αμούρ και Ουσούρη. Οι διαπραγματεύσεις τελμάτωσαν και οι δύο πλευρές ενίσχυσαν τις δυνάμεις τους κατά μήκος του μακρού συνόρου. Γκλάσνοστ και Περεστρόικα έφεραν ένα άνοιγμα στη Σοβιετική Άπω Ανατολή: Επιτράπηκε στο Βλαδιβοστόκ να δέχεται ξένα πλοία και ξεκίνησαν αεροπορικές πτήσεις μεταξύ της Αλάσκας και διαφόρων πόλεων. Η διάλυση της Ε.Σ.Σ.Δ. προκάλεσε νέους αγώνες για αυτονομία, ειδικά στους λαούς των Γιακούτ και των Τσούκτσοι και η περιοχή έχασε επίσης πληθυσμό εξαιτίας του επαναπατρισμού των Ρώσων. Η διαφωνία σχετικά με την τύχη των Kuriles απέτρεψε τις Ιαπωνικές επενδύσεις στην περιοχή και στη δεκαετία του 1990 υπήρξαν προστριβές μεταξύ ντόπιων αξιωματούχων και ξένων επενδυτών. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1990, ωστόσο, αποκτούν όλο και μεγαλύτερη σπουδαιότητα το εμπόριο με την Κίνα και οι Κινεζικές επενδύσεις στην περιοχή και ιδιαίτερα στο νότο.


 Η εξάπλωση της Ρωσικής Εκκλησίας στην κεντρική Ασία.

   
   Σε όλη τη διάρκεια της τσαρικής περιόδου, πολλοί κοσμικοί και εκκλησιαστικοί αξιωματούχοι έμεναν προσκολλημένοι σ' ένα Ουτοπικό όραμα παγκόσμιου προσηλυτισμού στην Ορθοδοξία των διάφορων υπηκόων της αυτοκρατορίας. Αλλά το όραμα αυτό συνήθως έπεφτε θύμα πιο πρακτικών, ρεαλιστικών παραγόντων, που επικρατούσαν σε δεδομένες στιγμές. «Ακόμη και συντηρητικοί (λαϊκοί ή κληρικοί), οι οποίοι ασπάζονταν μια ιδεολογία μεγαλεπήβολης θρησκευτικής και πολιτισμικής ομογενοποίησης των λαών της αυτοκρατορίας, συχνά ήταν διστακτικοί να την επιδιώξουν σε κάποια δεδομένη στιγμή, στη βάση ότι θα προκαλούσε γενική αντίδραση, απειλώντας το νόμο και την τάξη».
   Σε επίσημο επίπεδο, ο Ρωσικός εθνικισμός της όψιμης τσαρικής περιόδου, έκλινε συχνότερα προς την ακραία περιεκτικότητα παρά στην αποκλειστικότητα. 
Στις τάξεις του αγροτικού λαού ωστόσο, (των οποίων οι απόψεις είναι λιγότερο εμφανείς στις διαθέσιμες πηγές) υπήρχε σημαντική αντίσταση στο ιδανικό της άκρατης αφομοίωσης των ξένων. Για κάθε έναν Ρώσο, ο οποίος βοηθούσε τις ιεραποστολές, δείχνοντας την υποτιθέμενη ανωτερότητα των Ρωσικών τρόπων και διδάσκοντάς τους στους Κοζάκους, υπήρχαν άλλοι που κακομεταχειρίζονταν τους Κοζάκους, επέμεναν ότι ποτέ δε θα μπορούσαν να γίνουν πραγματικοί Χριστιανοί και τους απέτρεπαν από τα σχέδιά τους να βαπτιστούν.
   «Και τι να πούμε για το κοινό όνομα των Ασιατών, που στα στόματα των αγροτών δεν είναι παρά σκυλί; Και τι δεν έχουν υπομένει, τι δεν έχουν δει!... δεν πρέπει επομένως, μετά από όλα αυτά να μας εκπλήσσει που την πρόταση από κάποιον ιεραπόστολο να γίνουν Ορθόδοξοι, την παίρνουν οι Κοζάκοι για αστείο. Όπως είναι καλά γνωστό, για έναν μη Ρώσο, να γίνει Ορθόδοξος είναι το ίδιο με το να γίνει Ρώσος».
   Η δυναμική της Εκκλησίας, του κράτους και του εθνικισμού στην εξάπλωση της Ρωσικής Αυτοκρατορίας ήταν πολύπλοκη και ποικίλα. Παρ' όλα αυτά, μια σταθερή ροή της δυναμικής αυτής και ακόμη να τη συναντήσουμε πριν και μετά, στις εποχές των «Ρώσων του Κιέβου» και του «Ρωσικού Κουμμουνισμού». Πράγματι, αναβιώσεις του Ρωσικού εθνικισμού συναντάμε και στη μετα-Σοβιετική εποχή.
   Το κύριο ενδιαφέρον μας βρίσκεται στην Εκκλησία, το κράτος και τον εθνικισμό στην περίοδο της Τσαρικής Αυτοκρατορίας στο διάστημα από το 1448 έως το 1917. Εκτός από την παράθεση αναφορών, προσπαθήσαμε μέχρι τώρα να εξηγήσουμε τα συστατικά αυτά στοιχεία και την αμοιβαία αλληλεπίδρασή τους, αναφορικά με τον «εσωτερικό» κόσμο των Ρώσων, την Εκκλησία τους και το κράτος τους. Το απορρέον ενδιαφέρον μας, για το πώς αντιμετωπίζονταν όλα αυτά και επιδρούσαν στον κόσμο των «άλλων», ειδικά εκείνων της κεντρικής Ασίας στην περίπτωση που εξετάζουμε, οι οποίοι ήταν και τα υποκείμενα της αυτοκρατορικής εξάπλωσης, δεν έχει ακόμη μελετηθεί άμεσα και εκτενώς.
   Επομένως, ο «πνευματικός αποικισμός» ή υποδούλωση, ήταν ο πρωταρχικός τους στόχος. Οι ρίζες της πολιτικής αυτής είχαν φτάσει σε βάθος, έτσι που, το ξεκαθάρισμα της μοναδικότητας κάθε εθνικής ομάδας, επιτελείτο με επιδεξιότητα και «επιμελημένη φροντίδα». Το ζήτημα βρίσκεται στην εφαρμογή της πολιτικής του εκρωσισμού, που πραγματοποιούταν μέσω του Εκχριστιανιμσού, σε δυνδυασμό με την καταναγκαστική αλλαγή από την παραδοσιακή στην Κυριλλική γραφή. Επομένως, σωστά μπορούμε να εκλάβουμε την πολιτική αυτή του Τσαρισμού, σα συνέχεια της πρακτικής εμπειρίας των Αράβων Μουσουλμάνων που προηγήθηκαν. Διότι, την πολιτική του εκχριστιανισμού και του εκρωσισμού, που βρήκε θέση και συνεχίστηκε για αιώνες, ήρθαν να συνεπικουρήσουν οι βλέψεις της Τσαρικής αυτοκρατορίας, και αργότερα της μπουρζουαζίας (δηλαδή των Σοβιέτ) που αφυπνίζονταν ραγδαία.
   Το 1868, η ίδρυση της «Νομαδικής Επιτροπής» άνοιξε το δρόμο στην εντατικοποίηση της ιεραποστολικής υπηρεσίας μεταξύ των νομάδων. Η Νομαδική Επιτροπή εφάρμοσε την πολιτική του εκρωσισμού, συνδυάζοντάς την με αυτό που αποκαλούσαν «Παλάτι του εκρωσισμού». Ένα σημείο που παρουσιάζει ενδιαφέρον είναι ότι, η κατανόηση της ορολογίας αυτού που αποκαλούν «η ανάμιξη εθνών και φυλών», η οποία είπαν ότι συνέβη σε μεταγενέστερη εποχή, απαντάται στα γραπτά των ιεραποστόλων της περιόδου εκείνης. Για παράδειγμα, ο πολύ γνωστός ιεραπόστολος, Καθηγητής Ostoimov, μιλώντας βασικά στα πλαίσια της αντίληψης αυτής, είπε: «Η πατρίδα μας έκανε την προσπάθεια να Εκρωσίσει τα άλλα έθνη. ο μόνος στόχος της παρούσας προσπάθειας είναι η ένωση της Κιργιζίας μαζί με τους Ρώσους σαν ένα έθνος, σχηματίζοντας ενιαίο πολιτικό κρατικό οργανισμό». Εδώ βρίσκονται οι ρίζες των πολιτικών των Στάλιν, Κρουσόφ και Μπρέζνιεφ. Προσεκτικά κατέβαλαν προσπάθειες για την ανάμιξη των «εθνών» και των γλωσσών τους και των πολιτισμών τους, όσο το δυνατό πιο γρήγορα. Δυστυχώς για τη Ρωσική Εκκλησία, οι πολιτικές αυτές είχαν φοβερές συνέπειες.
   Είναι θλιβερό, ότι το Υπουργείο Παιδείας της Τσαρικής Αυτοκρατορίας αντιλαμβανόταν την ιεραποστολή ως ένα είδος πνευματικού πολέμου, ένα ακόμα πανίσχυρο εργαλείο του κράτους για την υποταγή άλλων λαών. Η αποξένωση των «εθνών» από το παρελθόν τους, η καταστροφή της γλώσσας τους, της θρησκεία τους, των εθίμων και των παραδόσεων, της λογοτεχνίας και των τεχνών, αποτελεί τη πιο βίαιη μορφή πολέμου. Τίποτα άλλο δεν θα μπορούσε να είναι πιο μακριά από το αληθινό πνεύμα της Ορθόδοξης ιεραποστολής. 

επιμέλεια:π.Δ.Α

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

AΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗΣ ΟΜΑΔΑΣ «ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΧΡΙΣΤΟΥ» ΓΙΑ ΤΙΣ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΙΚΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΕΤΟΥΣ 2020 ΚΑΙ 2021.

blog counter Αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί «ο Χριστός είη εν τω μέσω ημών». Ευχαριστηριακές δοξολογίες οφείλουμε στον «ενανθρωπήσαντα» Θεό μας...