ΡΕΠΟΡΤΑΖ: ΦΑΝΗΣ ΚΑΛΑΝΤΖΗΣ Εξαιρετικής σημασίας, με μηνύματα προς πάσα κατεύθυνση και κυρίως προς τη Μόσχα, θεωρείται η συνεχιζόμενη επίσκεψη του Οικουμενικού Πατριάρχη στη Θεσσαλονίκη, ο οποίος θα χοροστατήσει στη δοξολογία που θα τελεστεί το προσεχές Σάββατο στο Ναό του Αγίου Δημητρίου.
Πίσω από το «παρών» του κ. Βαρθολομαίου βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη μια νέα, σφοδρή σύγκρουση Φαναρίου και Μόσχας με το άρωμα ακόμη και σχίσματος να πλανάται στον αέρα και τη μέλλουσα να πραγματοποιηθεί Πανορθόδοξη Σύνοδο να χάνεται στον ορίζοντα.
Αφορμή δύο πρόσφατα γεγονότα, το ένα εκ των οποίων πέρασε απαρατήρητο, που σηματοδοτούν τη μεγαλόπνοη στρατηγική της Ρωσικής Εκκλησίας, που συνοψίζεται σε δύο στοχεύσεις, την υποβάθμιση και αμφισβήτηση του ιστορικού «πρωτείου» της Κωνσταντινούπολης σε διορθόδοξο επίπεδο με διαχριστιανικές προεκτάσεις και την ταυτόχρονη, δραστική αντικανονική επέκταση των γεωγραφικών ορίων της σε όλο το μήκος και πλάτος της γης, όπως χαρακτηριστικά σχολιάζεται, με πρώτη αιχμή, εκτός τις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ενωσης, την Κίνα και την Ιαπωνία.
Η αυτοκρατορική επεκτατική στρατηγική αυτή, που κινείται παράλληλα με μια αντίστοιχη, σε ό,τι αφορά την Ασία, του Βατικανού και του νέου Πάπα, ενέχει ταυτόχρονα και σαφείς γεωπολιτικού χαρακτήρα πολιτικές προεκτάσεις μέσω της δυναμικής αρωγής του προέδρου Πούτιν.
Η έντονη αντίδραση του Φαναρίου αντανακλάται σε τρεις επιστολές του κ. Βαρθολομαίου, μία προς τον Πατριάρχη Μόσχας Κύριλλο και δύο ενημερωτικές προς τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο που αποκαλύπτει σήμερα ο «Ε» μαζί με έναν χάρτη που αποτυπώνει ανάγλυφα το τι θεωρεί η Μόσχα ότι εκκλησιαστικώς τής ανήκει, το αποκαλούμενο «κανονικό έδαφός» της.
Κάντε κλικ πάνω στον χάρτη για να τον δειτε σε μεγάλο μέγεθος
Τα δύο γεγονότα που προκάλεσαν την οξύτατη αντίδραση του Οικουμενικού Πατριαρχείου αφορούν τα όσα συνέβησαν αφενός κατά τη διάρκεια, τον Ιούλιο, των πανηγυρικών εκδηλώσεων για τον εορτασμό των 1025 χρόνων από τον εκχριστιανισμό των Ρως, αφετέρου σε μια απαρατήρητη απόφαση, τον περασμένο Φεβρουάριο, της Συνόδου της Ρωσικής Εκκλησίας, με την οποία χωρίς να ρωτήσει κανέναν και παραβιάζοντας τους κανόνες επέκτεινε τα γεωγραφικά της όρια στην Κίνα και την Ιαπωνία, οι οποίες πλέον θεωρούνται -κατά τη Μόσχα εννοείται- «ρωσικό κανονικό έδαφος»!
Τα σημεία αιχμής, όπως προκύπτει από την ανάγνωση της επιστολής του Οικουμενικού Πατριάρχη προς τον κ. Κύριλλο
αφορούν στα γεγονότα του Ιουλίου, και ειδικότερα:
α) Την αποσιώπηση της καθοριστικής συμβολής της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως στον εκχριστιανισμό των Ρως.
β) Την αντικανονικού χαρακτήρα υποβάθμιση της, υπό τον Μητροπολίτη Γαλλίας Εμμανουήλ, αντιπροσωπείας του Πατριαρχείου.
γ) Την αντικανονική επίσης αναβάθμιση, αντίθετα, υπό τον τίτλο μάλιστα του «προκαθημένου» του Μητροπολίτη Τύχωνος, επικεφαλής της «αυτοκεφάλου» αποκαλούμενης «Ορθοδόξου Εκκλησίας της Αμερικής».
δ) Την αιφνιδιαστική με πολιτική χροιά και χωρίς προσυνεννόηση παρουσίαση κειμένου για την καταδίκη της βίας στη Μέση Ανατολή, γεγονός που ήδη είχε εκφρασθεί πολλάκις και πιο επίσημα στη Σύναξη, το 2011, των Προκαθημένων των Ορθόδοξων Εκκλησιών της Μέσης Ανατολής στο Φανάρι, στην οποία προφανώς και η κίνηση στόχευε.
«Τα αποτελέσματα των εορτασμών τούτων», σημειώνει στην επιστολή του προς τον Πατριάρχη Μόσχας ο κ. Βαρθολομαίος, «δεν ήσαν τα αναμενόμενα, λόγω των επισυμβάντων δυσαρέστων και ουχί κανονικώς αιτιολογουμένων γεγονότων, τα οποία προυκάλεσαν λύπην και ερωτηματικά ποικίλα ως προς τον στόχον και τον σκοπόν της διοργανώσεως των εορτασμών.
Και τούτο παρά την γενομένην προεργασίαν μεταξύ του Αρχηγού της ημετέρας Αντιπροσωπείας Ιερωτάτου Μητροπολίτου Γαλλίας κυρίου Εμμανουήλ και του Ιερωτάτου Μητροπολίτου Βολοκολάμσκ κυρίου Ιλαρίωνος, καθ’ ην διετυπώθησαν σαφώς και κατηγορηματικώς αι κανονικαί θέσεις και απόψεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου και επήλθε συμφωνία εις πάντα τα συζητηθέντα σημεία, ιδία όσον αφορά εις ενίας σημαντικάς λεπτομερείας, απτομένας θεσμικών και κανονικών αξιών, ο μη απόλυτος σεβασμός των οποίων τραυματίζει τας διμερείς σχέσεις και την πανορθόδοξον ενότητα και συνεργασίαν, τόσον απαραίτητον εις την σύγχρονον καταλυτικήν των ηθικών αξιών εποχήν, κατά την οποίαν επιβεβλημένη, πεποίθαμεν, τυγχάνει η ενίσχυσις της πανορθοδόξου ενότητος εν υπερβάσει ιδιοτελών βλέψεων…».
Για το θέμα της αποσιώπησης της συμβολής της Κωνσταντινούπολης στον εκχριστινισμό των Ρως ο κ. Βαρθολομαίος είναι καυστικός: «… ουδεμία τοιαύτη αναφορά της συμβολής της Μητρός Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως εις τον εκχριστιανισμόν των Ρως εγένετο, απευθύνομεν δε εις εαυτούς και αλλήλους την απορίαν: διά τι εκλήθη το Οικουμενικόν Πατριαρχείον; Μήπως διά να παραστή ως απλούς θεατής της αναμνήσεως γεγονότων εις τα οποία τούτο υπήρξε πρωτεργάτης και φωτιστής και ποδηγέτης και καθοδηγητής επί μακράν σειράν αιώνων μέχρι της χειραφετήσεως της Υμετέρας Εκκλησίας υπ’ αυτού εις Αυτοκέφαλον και της ανυψώσεως εν συνεχεία εις την Πατριαρχικήν τιμήν διά του Πατριαρχικού και Συνοδικού Τόμου επί Οικουμενικού Πατριάρχου Ιερεμίου του Β΄ ή μήπως διά να επευλογήση διά της παρουσίας αυτού αντικανονικάς ενεργείας, ως αι κατωτέρω ενδεικτικώς σημειούμεναι…».
Στη συνέχεια ο κ. Βαρθολομαίος αναφέρεται στο πολύ σοβαρό θέμα της αναβαθμισμένης παρουσίας του κ. Τύχωνος που θεωρεί ως προσπάθεια επιβολής τετελεσμένων γεγονότων, ενώ αφήνει, για όποιον γνωρίζει τη φαναριώτικη ορολογία, αιχμές για ενέργειες που οδηγούν ακόμη και σε σχίσμα:
«… Λύπην προκάλεσεν ότι ο επι κεφαλής της ούτω αποκαλούμενης ‘’ Ορθόδοξης Εκκλησίας εν Αμερική’’… μη αναγνωριζομένης… υπό του συνόλου της Ορθοδοξίας Ιερώτατος Μητροπολίτης κύριος Τύχων συμμετέσχεν εις τας τελεσθείσας Θείας Λειτουργίας (σ.σ. σε Μόσχα, Κίεβο και Μινσκ) ως ‘’προκαθήμενος’’ αυτοκεφάλου Εκκλησίας, παρά την επιτευχθείσαν προηγουμένως επί του προκειμένου συμφωνίαν… όπως ούτως λειτουργήση εις την τάξιν των απλών Ιεραρχών».
Κάτι, που «… ωδήγησεν ορθώς την ημετέραν Πατριαρχικήν Αντιπροσωπείαν εις την απόφασιν να μην συνιερουργήση κατά την εν Κιέβω τελεσθείσαν Θείαν Λειτουργίαν, παραστή δε απλώς συμπροσευχόμενη…
Γνωστή Υμίν τυγχάνει η άποψις ότι όταν υπάρχουν διαφωνίαι μεταξύ των Εκκλησιών δεν πρέπει αύται να οδηγούν εις σχίσμα. Υπό τοιαύτης ασφαλώς αρχής εμπνεομένη η ημετέρα Αντιπροσωπεία δεν αντέδρασεν κατά το εν Μόσχα συλλείτουργον, παρ’ όλον ότι αντελήφθη την αντικανονικότητα της ιδιότητος υφ’ ην συμμετέσχεν ο ειρημένος ιεράρχης Τύχων…
Είναι προφανές ότι η πανορθοδόξως μη αποδεκτή ιδιότης του Μητροπολίτου Τύχωνος ως ‘’προκαθημένου’’ αυτοκεφάλου Εκκλησίας δεν είναι δυνατόν να επιβληθή διά τετελεσμένων γεγονότων…».
Η αιφνιδιαστική παρουσίαση κατά τη διάρκεια των εκδηλώσεων ενός κειμένου για τη Μέση Ανατολή που καταδίκαζε τη βία εντάσσεται σε ένα γενικότερο πλαίσιο δυναμικής παρουσίας της Ρωσίας, στο οποίο καθοριστικό ρόλο διαδραματίζει η εκκλησιαστική διπλωματία μέσω της συστηματικής προσπάθεια εδραίωσης ενός ιδιότυπου «ρωσικού τόξου» με έδρα τη Μόσχα και έκταση σε όλο τον κόσμο.
Ο στόχος αυτός εξυπηρετείται αφενός με τη συνεχιζόμενη ένταξη στην κανονική δικαιοδοσία της Μόσχας όλων των Εκκλησιών των χωρών της πρώην Σοβιετικής Ενωσης, αφετέρου σε μια επεκτατική πολιτική του Ρωσικού Πατριαρχείου, με πρόσφατο παράδειγμα την επέκταση της δικαιοδοσίας του σε Κίνα και Ιαπωνία.
Το τελευταίο αυτό γεγονός αποφάσισε η Σύνοδος της Ρωσικής Εκκλησίας τον περασμένο Φεβρουάριο χωρίς να το αντιληφθεί το Φανάρι, όπως προκύπτει από την ενημερωτική επιστολή του κ. Βαρθολομαίου προς τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο.
Πρόκειται για την επέκταση «… των ορίων της κανονικής δικαιοδοσίας αυτής εκτός των υπό του Πατριαρχικού και Συνοδικού Τόμου περί εγκαθιδρύσεως του εν Ρωσσία Πατριαρχικού Θρόνου επί πατριαρχίας εκ των προκατόχων ημών Ιερεμίου του Β΄ … και των προβλεπομένων γεωγραφικών ορίων αυτής… Διά της ‘’αποφάσεως’’ ταύτης», σημειώνει ο κ. Βαρθολομαίος, «ασφαλώς και προκαλείται μεγίστη σύγχυσις εις την λειτουργίαν του παναρμονίου θεσμού της Ορθοδόξου Εκκλησίας επί τη βάσει των θείων και ιερών κανόνων Οικουμενικών και τοπικών Συνόδων, αλλά και των εχόντων παραμόνιμον ισχύν εν τη πράξει Πατριαρχικών και Συνοδικών Τόμων του Οικουμενικού Πατριαρχείου ανακηρύξεως πασών των νεωτέρων αυτοκεφάλων και αυτονόμων Ορθόδοξων Εκκλησιών από της Ρωσσίας μέχρι και της Τσεχίας και Σλοβακίας.
Διά της εώλου και επί ουδεμιάς βάσεως ερειδομένης ‘’συνοδικής αποφάσεως’’ ταύτης της αδελφής Εκκλησίας της Ρωσίας δύναται να εισαχθή παράλληλος δικαιοδοσία αυτής ή οιασδήποτε άλλης επιθυμούσης τούτο Εκκλησίας και η διείσδυσις εις το κανονικόν έδαφος άλλων Ορθοδόξων Εκκλησιών, ενέργεια η οποία αποτελεί, κατά κανονικήν ακρίβειαν, βαρυτάτην εκκλησιολογικήν παρέκκλισιν εκ της καθιερωμένης εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία κανονικής τάξεως, αίρουσα την απ’ αιώνων κανονικήν αρχήν του αλληλοσεβασμού των καθωρισμένων γεωγραφικών ορίων των εκασταχού Πατριαρχείων και Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, ως και αυτής της καταδίκης εισπηδήσεως εις αλλοτρίαν δικαιοδοσίαν.
Πολλώ δε μάλλον, αναπτύσσει τοιουτοτρόπως τα όρια αυτής, αμέσως, εις παν μήκος και πλάτος της γης, ένθα υφίστανται, παρά την κανονικήν ακρίβειαν, έστω υποτυπώδεις, ως εν
Κίνα και Ιαπωνία και Απω εν γένει Ανατολή, παρουσίαι της Εκκλησίας της Μόσχας».
Η επίσημη θέση, για τους μη γνωρίζοντες, του Οικουμενικού Πατριαρχείου σε ό,τι αφορά τη Ρωσική Εκκλησία όπως τη διατύπωσε παλαιότερα ο Μητροπολίτης Τυρολόης Παντελεήμων, είναι ότι το «εδαφός της» εκτείνεται «εις πάσαν την Ρωσίαν», δηλαδή εντός των ορίων της ρωσικής επικράτειας και το «ιεραποστολικόν έδαφος» εντός των ορίων της καθορισμένης επισήμως γεωγραφικής εκτάσεώς της και όχι εκτός αυτής.
Το ενδιαφέρον της Μόσχας συστοιχίζεται με αυτό του Βατικανού, για το οποίο η Ασία και δη Ιαπωνία και Κίνα αποτελούν στόχο των προγραμματιζόμενων επισκέψεων του νέου πάπα Φραγκίσκου.
Μια τεράστια περιοχή προσηλυτισμού έχει αναδυθεί, το ενδιαφέρον της Μόσχας δεν είναι μόνο εκκλησιαστικής υφής, αλλά και πολιτικό. Το πολιτικό άρωμα των παρεμβάσεων της Ρωσικής Εκκλησίας είναι από χρόνια γνωστό, στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται και η κίνηση με το κείμενο για τη Μέση Ανατολή.
Ένα μέρος του «ρωσικού τόξου» προκύπτει από το χάρτη που έχει επεξεργασθεί η Ρωσική Εκκλησία, ο οποίος αποτυπώνει αυτό που αναφέρει ο Οικουμενικός Πατριάρχης για το μήκος και το πλάτος όλης της γης, κάτι που σηματοδοτεί και η αναβάθμιση, από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, της παρουσίας του Μητροπολίτη Τύχωνα.
Η γνωστή δύσκολη θέση στην οποία βρίσκεται το Φανάρι, το οποίο είναι πάντοτε προσεκτικό σε ανακοινώσεις με πολιτική υφή, αφήνει ελεύθερο το έδαφος στη Μόσχα που επιχειρεί να αρθρώσει ηγετικό ρόλο στηριζόμενη σε πληθυσμιακά κριτήρια, αλλά και τη στενή συνεργασία με την πολιτική εξουσία.
Το τσαρικό, όπως σχολιάζεται, υποσυνείδητο έρχεται στην επιφάνεια και συνδέεται με τη παλαιά θεωρία της «Τρίτης Ρώμης» που όσο και αν διαψεύδεται επισήμως εξακολουθεί, όπως η πραγματικότητα αντανακλά, αποτελεί την στο βάθος στόχευση. Οι πανάκριβες μεγαλοπρεπείς εκδηλώσεις συνεισφέρουν στο χρυσό περιτύλιγμα.
Τα πρόσφατα γεγονότα ήδη έχουν προκαλέσει σοβαρές παρενέργειες, μία εκ των οποίων φάνηκε πρόσφατα με αφορμή τις εκδηλώσεις στη Νις για τα 1700 χρόνια από την υπογραφή του Διατάγματος των Μεδιολάνων.
Εκεί, δεν υπήρξε κοινή συνάντηση των παρευρισκόμενων Προκαθημένων, καθώς ο κ. Βαρθολομαίος είχε μόνο κατ’ ιδίαν συναντήσεις με τους επικεφαλής των Εκκλησιών.
Μια δεύτερη πολύ πιο σοβαρή παρενέργεια αφορά στη μέλλουσα να συνέλθει Αγία και Μεγάλη Σύνοδο, η σύγκληση της οποίας και πάλι απομακρύνεται. Και δεν είναι μόνο τα πρόσφατα γεγονότα που συνηγορούν προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά η επιδίωξη της Μόσχας για την ύπαρξη συλλογικής προεδρίας, αλλά και της όσο το δυνατόν ευρύτερης εκπροσώπησης αρχιερέων.
Η τελευταία αυτή διάσταση συνδέεται με τις ηγετικές βλέψεις της, που εν προκειμένω συνυφαίνεται με μια εντυπωσιακή ανοικοδόμηση Ναών που βρίσκεται σε εξέλιξη στη Ρωσία, όπως επίσης και με την εκλογή ενός μεγάλου αριθμού νέων Επισκόπων.
Είναι προφανές, ότι το «εργοτάξιο» με την αρωγή της πολιτικής εξουσίας στοχεύει πέραν των άλλων και στη συγκέντρωση πλειοψηφιών και δύναμης στο πλαίσιο της Πανορθόδοξης Συνόδου.